Σκέψεις και διαπιστώσεις για τον εθελοντισμό
Σε πρόσφατη εκδρομή μου σε ορεινό χωριό της Ρούμελης είχα άλλη μία έμπρακτη απόδειξη του πόσο η Ελλάς, η χώρα μας, υστερεί σε επιχειρηματικότητα και εθελοντισμό, δύο έννοιες στενά συνδεμένες, αφού επιχειρηματικότητα είναι η πάσης μορφής ατομική και συλλογική πρωτοβουλία και δράση που φυσικά στην βάση τους είναι πάντα εθελοντικές ασχέτως εάν αποφέρουν κάποιο χρηματικό κέρδος ή όχι. Βέβαια, η έννοια εθελοντισμός σημαίνει την ανάληψη δράσεως άνευ χρηματικής αμοιβής. Το κέρδος στην περίπτωση του εθελοντισμού δεν είναι χρηματικό αλλά ψυχικό, κοινωνικό, κλπ.
Στην Ελλάδα δρουν δυστυχώς δύο πανίσχυρες δυνάμεις εχθρικές προς κάθε εθελοντισμό, κάθε ατομική και συλλογική πρωτοβουλία ή δράση και, σε τελική ανάλυση, κάθε επιχειρηματικότητα. Οι δύο αυτές δυνάμεις είναι οι δύο όψεις του ενός και αυτού νομίσματος, ήτοι, της επεμβάσεως του κεντρικού γραφειοκρατικού σχεδιασμού σε κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών. Πρώτον, η καλλιεργηθείσα επί δεκαετιών νοοτροπία ότι το κράτος και η πολιτεία μεριμνά για τα πάντα και άρα δεν χρειάζεται να κάνω εγώ κάτι, και δεύτερον και ίσως σημαντικότερον, η αίσθηση ότι δεν αξίζει, ότι θα μπλέξεις, ότι δεν θα βγάλεις άκρη αν ασχοληθείς με κάτι που πιθανόν να σε φέρει αντιμέτωπο με τις αγκυλώσεις της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Αφορμή λοιπόν για αυτές τις διαπιστώσεις αποτέλεσε η πρόσφατη εκδρομή μου σε χωριό της ορεινής Ρούμελης όπου παρατήρησα χιλιάδες στρέμματα εγκαταλελειμμένων παλιών χωραφιών, που έχουν γίνει πλέον δάσος με έλατα, δρύες και πλατάνια. Πολλοί δε από τους παλιούς αμπελώνες είχαν γεμίσει βάτα. Επιλέγοντας να επιστρέψω από πεζοπορική επίσκεψη σε διπλανό χωριό από έναν χωματόδρομο το μέγεθος της εγκατάλειψης με ξάφνιασε. Όχι αυτοκίνητα, αλλά ούτε πεζοί δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τον δρόμο ο οποίος είχε γεμίσει βλάστηση και νεροφαγώματα τόσο βαθειά που μετέτρεπαν τον πεζοπόρο σε ακροβάτη. Ένα πέτρινο γεφύρι, δείγμα ότι κάποτε περνούσε κόσμος από εκεί φαινόταν τόσο παρατημένο που, έτσι καλυμμένο με κισσούς και πεσμένα φύλλα όπως ήταν, δεν σε ήλκυε ιδιαίτερα να το διασχίσεις αφού σου έδινε την αίσθηση του ετοιμόρροπου. Ήταν πραγματικά στενάχωρο να βλέπεις αυτήν την εικόνα εγκατάλειψης σε μία περιοχή με άφθονα ρέοντα ύδατα (4 υδρόμυλους είχε παλαιότερα το χωριό οι οποίοι δυστυχώς δεν σώζονται) και με γόνιμα εδάφη καθόλου βραχώδη αλλά με παχύ χώμα.
Σε ερώτησή μου σε έναν από τους ελάχιστους διαμένοντες τον χειμώνα κατοίκους γιατί δεν τα καλλιεργούν τώρα με την κρίση, οι απαντήσεις πραγματικά με απογοήτευσαν και δείχνουν τον βαθμό ισχύος των ανωτέρω αναφερθέντων δύο εχθρικών προς τον εθελοντισμό και την συλλογική δράση δυνάμεων: Μία απάντηση ήταν ότι χρειάζονται στήριξη και κίνητρα από το κράτος. Δεν καταλαβαίνω γιατί για να καλλιεργήσει κανείς το χωράφι του χρειάζεται κρατικό κίνητρο! Διερωτώμαι: το κίνητρο αφ’ εαυτού να εργαστεί να προκόψει ο ίδιος και ο τόπος του δεν είναι υπέρ αρκετό; Φαίνεται, η επί δεκαετιών πολιτική των επιδοτήσεων έχει διαβρώσει και στρεβλώσει κάθε κίνητρο για ατομική-συλλογική δράση, επιχειρηματικότητα και εν τέλει εθελοντισμό. Ο μόνος που αποτελεί εξαίρεση και καλλιεργεί στο χωριό είναι ένας αλβανός ο οποίος νοικιάζει 40 στρέμματα και παράγει διάφορα προϊόντα υψηλής ποιότητος τα οποία διαθέτει ο ίδιος σε τοπικές λαϊκές ή σε αγοραστές με τους οποίους έχει εκ των προτέρων υπογράψει συμβόλαιο και, όπως μου είπαν, τα πηγαίνει πολύ καλά. Μπράβο του και εύχομαι και άλλοι να τον μιμηθούν.
Μία δεύτερη απάντηση που ουσιαστικά αποτελεί την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, ήταν ότι τα εγκαταλελειμμένα χωράφια που το δάσος τα έχει καταλάβει με τον καιρό, είναι χαρακτηρισμένα ως δάσος με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η ένταξή τους στην γεωργία! Εδώ οι κρατικοί φορείς αποτελούν πρόσκομμα στην ανάπτυξη ατομικών και συλλογικών πρωτοβουλιών και επιχειρηματικών κινήσεων εκ μέρους των κατοίκων του χωριού. Δεν θα μπορούσε δηλαδή να αναπτυχθούν δενδρώδεις καλλιέργειες όπως καρυδιά, καστανιά, κερασιά κλπ. οι οποίες μάλιστα ευδοκιμούν στην περιοχή; Προφανώς, για τον γραφειοκρατικό μηχανισμό, όχι.
Πόσες φορές δεν έχουμε έρθει αντιμέτωποι με το παράλογο του πολυδαίδαλου φορολογικού, νομοθετικού, κτηματολογικού, πολεοδομικού κλπ. πλαισίου της Πολιτείας. Είναι πάμπολλες οι έρευνες που δείχνουν ότι ο πρώτος εχθρός της επιχειρηματικότητος στην Ελλάδα είναι το ίδιο το κράτος και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Η χώρα μας κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών όσον αφορά στο επιχειρείν. Και προφανώς δεν είναι τυχαίο που κατατάσσεται επίσης στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά τον εθελοντισμό, σύμφωνα με τον παγκόσμιο δείκτη εθελοντικής προσφοράς (World Giving Index). Συγκεκριμένα για το 2012 σε σύνολο 160 χωρών καταλαμβάνουμε την 145 θέση, πράγμα καθόλου τιμητικό για εμάς (https://www.cafonline.org/publications/2012-publications/world-giving-index-2012.aspx).
Εάν λοιπόν οι κάτοικοι του χωριού λέγοντας «στήριξη από το κράτος» εννοούν την μη παρεμπόδισή τους από τους κρατικούς φορείς να ενεργοποιηθούν, να αναλάβουν δράσεις και πρωτοβουλίες, να αναδείξουν το χωριό τους και να επιστρέψουν σε αυτό, τότε έχουν απόλυτο δίκιο. Εάν όμως, λέγοντας «στήριξη από το κράτος» εννοούν επιδοτήσεις, λυπάμαι, αλλά έχουν άδικο. Οι επιδοτήσεις και οι παντός είδους αναδιανομές πλούτου (η επιδότηση δεν είναι παρά μορφή αναδιανομής πλούτου και όχι δημιουργία αυτού) κατέστρεψαν την ελληνική γεωργία, την επιχειρηματικότητα, τον εθελοντισμό και έφεραν τελικά την Ελλάδα στην κρίση μετατρέποντας έναν λαό εργατικό σε αδρανή που περιμένει «κίνητρα από κρατικούς φορείς και αρμοδίους» για να κάνει κάτι. Ακόμα χειρότερα, ο αδρανής έως τώρα επιβραβεύονταν (με παντός είδους επιδοτήσεις) ενώ ο δραστήριος, το επιχειρηματικό πνεύμα, ο εθελοντής εμμέσως τιμωρούνταν μπλέκοντας σε φαύλους κύκλους γραφειοκρατίας διότι για την παραμικρή απόφαση έπρεπε να πάρεις έγκριση από κάποιον «αρμόδιο δημόσιο φορέα».
Ας δούμε την παρούσα κρίση ως ευκαιρία να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε και να προσφέρουμε. Μέσω του εθελοντισμού και της ανάληψης δράσεως από εμάς τους πολίτες προς κάθε κατεύθυνση, θα ασκηθεί από εμάς πίεση που θα λειτουργήσει καταλυτικά για την δημιουργία ενός κρατικού μηχανισμού διαφανούς και που κάθε υπηρεσία του να δίδει απολογισμό πεπραγμένων, είτε λέγεται δημόσιο σχολείο, νοσοκομείο, δασαρχείο, πολεοδομία, εφορία, τοπική αυτοδιοίκηση, κλπ. έτσι ώστε εμείς οι πολίτες μέσω του υγειούς ανταγωνισμού να ωθούμε αυτές τις υπηρεσίες να γίνονται όλο και καλλίτερες.
Ειδικά εμείς οι ορειβάτες μπορούμε να δώσουμε το παράδειγμα παίρνοντας ζεστά το θέμα της συντήρησης των μονοπατιών, «των δικών μας δρόμων» όπως πολύ ωραία λέει η Καλλιόπη στο εισαγωγικό της σημείωμα στο τεύχος #11. Αν δεν ενδιαφερθούμε εμείς για αυτά ουδείς θα ενδιαφερθεί, κανείς «αρμόδιος φορέας», διότι οι άμεσα αρμόδιοι για τους δικούς μας δρόμους είμαστε μόνον εμείς!
Ιανουάριος 2013, Αθανάσιος Χύμης