20 Απριλίου 2025

ΚΕΙΜΕΝΟ: Αθηνά Θεοδωράτου

ΑΝΑΦΗ

Μικρό οδοιπορικό στο νησί που ανεφάνη μέσ’ απ’ τα γαλανά νερά του Αιγαίου

«….εκ δ’ ανέφηκεν μεσσάτιον Σποράδων. Ανάφην δε ε πάντες οπίσσω νήσον κικλήσκουσι περικτίονες, άνθρωποι.»

«Αυτός βέβαια δε μας άφηνε να μπούμε στο λιμάνι και πως χτυπημένοι από τα βουερά κύματα του πόντου και κάτω από τη μαυρίλα των βαριών συννέφων που γρήγορα κινούνταν, ελπίζαμε το ταχύ πλοίο να φτάσει στους Μελαντίους σκοπέλους. Τότε ο Παιάν, ο μακροβόλος, όντας εκεί κοντά, απ’ τη βραχώδη Δήλο έριξε βέλος κι απ’ αυτό, στη μέση των Σποράδων, νησί αναφάνηκε. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι μαζί, που κατοικούν τριγύρω, την αποκαλούν Ανάφη.»

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία οι Αργοναύτες επιστρέφοντας στη πατρίδα τους από την Κολχίδα και επιχειρώντας και νυκτερινούς πλόες έπεσαν σε καταιγίδα παρασυρόμενοι στο ανοικτό πέλαγος, όπου ναυαγοί πλέον στη θάλασσα άρχισαν να εκλιπαρούν τον θεό Απόλλωνα να τους σώσει. Ο Απόλλωνας ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις τους διέχυσε φως υπό μορφή κεραυνού οπότε και είδαν μπροστά τους να ξεπροβάλει από τη θάλασσα ολόκληρο νησί στο οποίο και τελικά προσέγγισαν. Εκεί εξερχόμενοι οι Αργοναύτες ανήγειραν βωμό προς τιμή του Απόλλωνα του «Αιγλήτη» (= αυτού που λάμπει, Αίγλη) και ονόμασαν το νησί Ανάφη, (εκ του ρήματος αναφαίνω).
Παρασκευή, 1 Ιουλίου
Γι’ αυτό το φωτεινό νησί, το οποίο αναφέρεται στους στίχους 1366- 1367 στα Ορφικά- Αργοναυτικά, ξεκινούμε 70 συνοδοιπόροι, μέλη του ΕΠΟΣ Φυλής. Εκεί θα ζήσουμε τη νέα μας καλοκαιρινή περιπέτεια.
Φτάνοντας στο λιμάνι του Πειραιά ο πρώτος άνθρωπος που συναντάμε είναι η αεικίνητη πρόεδρός μας, η Πόπη, κρατώντας πληθώρα χαρτιών. Πρόκειται για τις ομάδες και τα εισιτήριά μας.
Στις 11 μ.μ. οι μπουκαπόρτες του πλοίου «ΠΡΕΒΕΛΗ», το οποίο θα μας ταξιδέψει στο νοτιοανατολικότερο κυκλαδίτικο νησί του Αιγαίου, ανοίγουν. Στην κυριολεξία όλοι ορμάμε να μας κόψουν τα εισιτήρια, προκειμένου να προλάβουμε να πιάσουμε «τις καλύτερες θέσεις» για να απλώσουμε τα sleeping bags μας.
Εγώ, θέλοντας να περάσω ευχάριστα την ώρα μου, αρχίζω να διαβάζω ένα βιβλίο που αναφέρεται στην ιστορία της Ανάφης.
Η Ανάφη διατήρησε αναλλοίωτο το όνομά της από τους μυθικούς χρόνους.  Τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν βρεθεί στο νησί μαρτυρούν ότι κατοικούνταν από τα προϊστορικά χρόνια.
Στο λόφο του Καλάμου και κοντά στο μοναστήρι της Παναγίας της Καλαμιώτισσας υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης και του ναού του Απόλλωνα.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Ανάφη ήταν σύμμαχος της Αθήνας.
Το 1207 το νησί καταλαμβάνεται από τους Ενετούς. Τότε κτίστηκε και το κάστρο της Χώρας, τα ερείπια του οποίου σώζονται ως τις μέρες μας.
Το νησί βρέθηκε πολλές φορές στο στόχαστρο των πειρατών και γνώρισε πολλές καταστροφές και λεηλασίες.Το 1537 πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων. Συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1821 και ενσωματώθηκε στο Ελληνικό κράτος το 1832.
Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί . Οι Αναφιώτες ήταν οι καλύτεροι μαστόροι της χώρας. Ο Όθωνας τους έφερε στην πρωτεύουσα για να φτιάξουν το παλάτι του. Εγκαταστάθηκαν στην Πλάκα και δημιούργησαν κάτω από την Ακρόπολη τη δική τους γειτονιά, τα Αναφιώτικα, που είναι μια μικρογραφία του νησιού τους και αποτελεί ένα στολίδι της Αθήνας. Η Ανάφη υπήρξε από τη δεκαετία του 1920 τόπος εξορίας για καταδίκους του ποινικού δικαίου, αλλά και για τον εκτοπισμό πολιτικών κρατουμένων. Επίσης χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και στη χούντα.
Οι τουρίστες, που επισκέπτονται σήμερα το νησί απολαμβάνοντας τις βαθυγάλαζες παραλίες και το ηλιόλουστο τοπίο του, δεν μπορούν να φανταστούν το φως, τη δύναμη και τον πόνο που βίωσαν οι άνθρωποι που τους έλαχε να ζήσουν πάνω σ’ αυτόν τον έρημο αιγαιοπελαγίτικο βράχο, το χαμένο μέσα στα καταγάλανα νερά της Λευκής Θάλασσας. ( Έτσι ονόμαζαν το Αιγαίο οι πειρατές, λόγω του ότι όταν την κοίταζαν κυριαρχούσε το λευκό χρώμα των κυμάτων της.) Δεν μπορούν να διανοηθούν πώς αυτοί οι άνθρωποι επιβίωσαν, πάνω σ’ αυτό το επιβλητικό ορεινό νησί, ατέλειωτα χρόνια μέσα σε χειμωνιάτικες καταιγίδες και λυσσαλέους ανέμους, σ’ αυτό το άγονο μέρος που τότε χαρακτηριζόταν «τόπος μακριά από το Θεό».
Διαβάζοντας για την Ανάφη και παρασυρόμενη από τις συνεχείς σκέψεις μου, δεν άργησε να με πάρει στη ζεστή του αγκάλη ο Θεός Μορφέας.
Σάββατο, 2 Ιουλίου
Τα βλέφαρά μου ανοίγουν, καθώς προσεγγίζουμε το λιμάνι της Σαντορίνης, που μαζί με την Ανάφη αποτελούν τις μόνες περιοχές στην Ευρώπη οι οποίες παρουσιάζουν θερμό ερημικό κλίμα.
Όταν πήρα την απόφαση ν’ ανέβω στο κατάστρωμα του πλοίου, πρέπει να ’ταν 9 το πρωί. Κατάλευκη μες στο απέραντο γαλάζιο ξεδιπλώνεται μπροστά μας η «Σάντα Μαρία», μοναδικό δημιούργημα της φύσης. Μεγαλόπρεπη η Χώρα της υψώνεται πάνω στην κορφή ενός θεόρατου βράχου. Σε πιάνει δέος βλέποντας αυτή την απίστευτη εικόνα. Η ομορφιά του τοπίου μάς απορρόφησε τόσο, που δεν αντιληφθήκαμε πότε αναχώρησε το πλοίο απ’ την ηφαιστειογενή Θήρα. Σε λίγο όλοι ψιθυρίζαμε: «Σε μιάμιση ώρα φτάνουμε στην Ανάφη».
Συν τω χρόνω αρχίζει να αναδύεται και να αχνοφαίνεται η εικόνα ενός μικρού νησιού με μια λευκή κουκκίδα στην κορφή του, τη Χώρα της Ανάφης.
Στον όρμο του Αγίου Νικολάου μας περιμένει το τοπικό λεωφορείο. Με ανεβασμένη τη διάθεση και με την περιέργειά μας στο κόκκινο φτάνουμε στο προαύλιο του Γυμνασίου της Ανάφης. Ο καθένας παίρνει το σακίδιό του και χαμογελώντας μπαίνουμε στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου. Εκεί οι περισσότεροι από εμάς απλώνουμε τα sleeping bags μας και τις σκηνές μας.
Πρώτη μέρα στην Ανάφη. Η ώρα είναι προχωρημένη. Το πρόγραμμά μας ξεκινά με μια υπέροχη βουτιά στα ολόδροσα και πεντακάθαρα νερά του Αιγαίου στο Κατσούνι. Το απέραντο γαλάζιο που απλώνεται μπροστά μας αρχίζει σιγά-σιγά να διώχνει κάθε έγνοια. Η πρώτη σκέψη μου γι’ αυτό το νησί, το οποίο σύμφωνα με το μύθο ανεφάνη μέσ’ απ’ τα βάθη του βυθού του Αιγαίου, είναι: «Επιτέλους βρίσκομαι στην Ανάφη, το νησί της ξεγνοιασιάς».
Ολόγυρά μου άνθρωποι γεροδεμένοι, ελεύθεροι λιάζουν τα κορμιά τους λατρεύοντας τον ελληνικό ήλιο και τη λευκή αλμύρα, καθώς κολλάει πάνω στα ηλιοκαμένα μέλη τους. Γύρω μου απόλυτη ησυχία. Μόνο ο επίμονος ήχος χιλιάδων τζιτζικιών και ο γλυκός φλοίσβος των κυμάτων με αποτρέπει απ’ τη μεσημεριανή ραστώνη. Ένα γυμνό αντρικό κορμί περνά σα φευγαλέα εικόνα από μπροστά μου. Ψήγματα άμμου έχουν κολλήσει ανεμπόδιστα στο κορμί μου.Μια μικροσκοπική σαύρα πατά πάνω στην πετσέτα μου. Η επιθυμία να ρίξω μια βουτιά στα γαλανά νερά κυριεύει το κορμί μου. Ξαφνικά δύο στίχοι έρχονται στο νου μου:
Αλλάζει ο άνεμος ξανά βοριάς ψυχρός φυσάει,
μου ανεμίζει τα μαλλιά δροσίζει την ψυχή μου.
Χωρίς να καταλάβουμε, κολυμπώντας και μιλώντας, φτάνει η ώρα της επιστροφής.
Το ίδιο απόγευμα κάνουμε έναν περίπατο στη χώρα, που έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.Παντού γύρω μας κυριαρχεί η κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική.Μικρά ολόλευκα σπιτάκια, το ένα κολλημένο δίπλα στο άλλο, με πολύχρωμα λουλούδια στις αυλές τους. Τεράστιοι ανεμόμυλοι χωρίς πλέον να γυρίζουν οι φτερωτές τους. Εκκλησιές με καμπυλόγραμμα καμπαναριά σχεδόν σε κάθε γειτονιά. Καφενεδάκια με γαλάζια ή λευκά τραπεζάκια. Μικρά μαγαζάκια που πουλούν διάφορα τοπικά προϊόντα καθώς και το αρωματικό και διαυγές μέλι της Ανάφης.Υπέροχα μπαλκόνια με θέα τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου. Στενά φιδωτά μονοπάτια, που μόνο περπατώντας μπορεί κανείς να τα διαβεί. Ακολουθώ ένα απ’ αυτά. Οι επιλογές πολλές. Στόχος μου το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, το οποίο δεσπόζει στην ψηλότερη κορφή της Χώρας, απ’ όπου μπορεί κανείς ν’ αγναντέψει όλη την περιοχή. Δυο βραχονησίδες κείτονται στο Νοτιά σαν ουρές δελφινιών ριγμένες μες στο απέραντο ορίζοντα.
Οι Αναφιώτες γελαστοί και φιλόξενοι μας ανοίγουν με την πρώτη ευκαιρία κουβέντα. «Αλήθεια, ήρθατε ν’ ανοίξετε τα μονοπάτια μας; Να ξέρετε ότι το χώμα της Ανάφης είναι πολύ σκληρό και ο ήλιος ανελέητος. Θα δυσκολευτείτε πολύ.» Σ’ αυτόν τον περίπατο γνωρίζω και την κυρία Ροδοθέα. Αυτή η γλυκιά γιαγιούλα παίρνει φθαρμένα δίχτυα και με τις θαυματουργές βελόνες της φτιάχνει περιδέραια, χαλάκια, τραπεζομάντιλα. Ο μικρός της κήπος στολισμένος με τα κεντητά της δημιουργήματα μαρτυράει την καλλιτεχνική της φύση.
Πεινασμένοι όλοι αναζητάμε μια ταβέρνα. Στο «μπαλκονάκι της Αλεξάνδρας» γευόμαστε την αναφιώτικη κουζίνα. Άγνωστοι μεταξύ μας, με του Μιχάλη την κιθάρα και του Δημήτρη το μπαγλαμαδάκι ταξιδεύουμε, την πρώτη νύχτα γνωριμίας μας, τραγουδώντας υπέροχη ελληνική μουσική. Η Σάντρα, ο Νίκος, η Ελενίτσα, η Μαρία, ο Γιάννης, η Αθηνά, ο Σωτήρης, η Δήμητρα, η Χριστίνα. Όλοι γίναμε μια ψυχή εκείνο το βράδυ.
Κυριακή, 3 Ιουλίου
Ξύπνημα στις 6.30 π.μ..Στο προαύλιο του Γυμνασίου μάς περιμένουν δύο αγροτικά για να μας πάνε στο πρώτο μονοπάτι που πρόκειται να καθαρίσουμε στην περιοχή Καστέλλι. Χωρίς δισταγμό ανεβαίνουμε στις καρότσες. Η περιπέτεια αρχίζει. Καθαρός αέρας, ξερή γη, παντού ανθισμένο μοβ θυμάρι, χωματόδρομος, απίστευτο τράνταγμα.Στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σιγανό τραγούδι αγκαλιές. Χωράφια άγονα και μνημούρια παντού. Μικρά λευκά εκκλησάκια μ’ ένα σταυρό στην κορφή τους. Μνημεία σεβασμού στους προγόνους Αναφιώτες, που ταξιδεύουν το νου στο άπειρο. Κάθε λοφάκι με το κιβούρι του, μοναδικό έθιμο σε όλη την Ελλάδα. Σ’ ένα μισάωρο φτάνουμε στον προορισμό μας. Μοιραζόμαστε τα εργαλεία. Τσάπες για τους άντρες. Ψαλίδια, τσουγκράνες για τις γυναίκες και πράσινα, κόκκινα, κίτρινα γάντια για όλους. Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε το μονοπάτι. Οι μυρουδιές της φύσης απίστευτες. Ρίγανη, φασκόμηλο, θυμάρι απλώνονται παντού. Κι εμείς κλείνουμε τα μάτια μας καθώς ανεβαίνουμε και προσπαθούμε να εισπνεύσουμε τα θεσπέσια αρώματα μιας αμόλυντης φύσης. Μια αρχαία σαρκοφάγος είναι αρμονικά ακουμπισμένη δίπλα στη χαμηλή πορτούλα του ξωκλησιού της Παναγιάς. Ανοίγω την πόρτα και προσκυνώ το λιτό και φτωχικό εκκλησάκι. Τα μάτια μου δυσκολεύονται να συνηθίσουν το χαμηλό πρωινό φως που μπαίνει από ένα στενό παραθυράκι. Η δροσιά αισθητή πάνω στο ιδρωμένο κορμί μου. Χαμηλώνοντας το κεφάλι μου βγαίνω στο άπλετο αιγαιοπελαγίτικο φως. Οι ομαδάρχες φωνάζουν τα ονόματά μας. Ο Νείλος, η Πόπη, ο Τάσος, ο Γιώργος, ο Άγγελος. Ξεκινάμε το έργο μας. Κάθε ομάδα αναλαμβάνει ένα κομμάτι του μονοπατιού. Κατά τη μία και ύστερα από δύο ολιγόλεπτα διαλείμματα ολοκληρώνουμε τον πρώτο μας καθαρισμό. Νιώθουμε ταυτόχρονα μια απίστευτη ευεξία, μια γλυκιά κούραση στα ιδρωμένα μας μέλη, αλλά και μια ξεχωριστή ικανοποίηση κοιτάζοντας το αποτέλεσμα της ομαδικής μας εργασίας. Το παλιό μονοπάτι, δρόμος πεζών αλλά και ζώων σε αλλοτινές εποχές, ξανάνοιξε. Σκουπίζουμε ικανοποιημένοι τον ιδρώτα που στάζει στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μας και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Αυθόρμητα αρχίζουμε να σιγοτραγουδάμε. Τα αγροτικά μάς φορτώνουν και όπως είμαστε σκονισμένοι και χαρούμενοι μας πηγαίνουν στην παραλία: «Μέγας Ποταμός».

Δευτέρα, 4 Ιουλίου
Το πρωί  φυσικά «Τσάπινγκ» και κατά το μεσημεράκι « Όλοι για  το  Ρούκουνα». Τι θεσπέσια παραλία και πόσο απίστευτη είναι η απόλαυση, όταν τα κορμιά μας πέφτουν μέσα στα δροσερά νερά. Είναι πραγματικά θεϊκό το άγγιγμα της ζεστής σάρκας απ’ το αλμυρό νερό. Αφήνομαι ευτυχισμένη μέσα στην πλανεύτρα  θάλασσα. Πεταλούδα, ελεύθερο, πρόσθιο, ύπτιο. Γίνομαι ένα με τη φύση. Αισθάνομαι δελφίνι αφημένο στην αγκαλιά του απέραντου γαλάζιου. Νιώθω σα να πετάω. Κολυμπώ, μέχρι τη στιγμή που αρχίζει το στομάχι μου να μου ζητά τροφή. Ανεβαίνουμε όλοι μαζί στην ταβέρνα για να απολαύσουμε την παραδοσιακή κουζίνα του νησιού. Πρώτο πιάτο σμέρνα στο φούρνο γλυκιά σα μέλι, φάβα, διάφορες πίτες και άλλα πλούσια εδέσματα. Η φιλία μας αρχίζει σιγά-σιγά να σφίγγει. Το απόγευμα κατάκοποι, γεμάτοι όμως νέες εικόνες, επιστρέφουμε στη Χώρα.
Οι υπόλοιπες μέρες κυλούν στους ίδιους ρυθμούς.
Κάθε φορά που ανεβαίνουμε στα βουνά της Ανάφης εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε. Άλλωστε για πολλούς από μας είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Κάποια απογεύματα κάναμε μικρές πεζοπορίες.
Στη μνήμη μας θα μείνει άσβεστη η νυχτερινή πορεία στη Βίγλα, την ψηλότερη κορφή της Ανάφης, στο μέσο του νησιού με υψόμετρο 582 μ., καθώς και η παραμονή μας σ’ ένα παραδοσιακό αναφιώτικο σπίτι με ένα πηγάδι από βρόχινο νερό και τον τεράστιο φούρνο του, όπου τα παλιότερα χρόνια έφτιαχναν παξιμάδια και έψηναν τα φαγητά τους. Οι ιδιοκτήτες πρόθυμοι μας φίλεψαν γλυκά και μας πρότειναν να πιούμε τη ρακή τους. Μόλις έπεσε βαθύ σκοτάδι, η Μαρία και εγώ υπό το φως των κεριών παρουσιάσαμε τη σύγχρονη ιστορία της Ανάφης που όπως προανέφερα διέθετε τους καλύτερους χτιστάδες και ήταν τόπος εξορίας. Οι μελωδικοί ήχοι της κιθάρας συνόδεψαν την αφήγησή μας. Στη συνέχεια η καλλιτεχνική βραδιά ολοκληρώθηκε με  ελληνικά τραγούδια ειπωμένα απ’ το Μιχάλη.
Η επιστροφή στη Χώρα, κάτω απ’ τον έναστρο και ασέληνο ουρανό της Ανάφης, ήταν μαγευτική. Όπως περπατούσαμε, έφεγγαν οι φακοί των συνοδοιπόρων μου. Τότε ήταν που ήρθαν στο νου μου τα λόγια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη απ’ το διήγημά του «Στο Χριστό στο Κάστρο»: « Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δύο βοσκούς του, οίτινες το ανεζήτησαν κρατούντες φανάρια, και μακρόθεν, αν τους έβλεπε τις, ηδύνατο να τους εκλάβει ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφάλην και την ουράν με τους δύο φανούς….» Τραγούδια χαράς και ξεγνοιασιάς αντηχούσαν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ήταν εκεί που ο καθένας μας, για άλλη μια φορά, αναλογιζόταν ότι μοιάζει με αστρόσκονη μέσα στο άπειρο του σύμπαντος. Η ύπαρξή μας φάνταζε ως μια απειροελάχιστη νοήμων ύλη τοποθετημένη ανάμεσα στους χιλιάδες γαλαξίες και στα εκατομμύρια ήλιους που υπάρχουν στο στερέωμα.
Ίδια και μεγαλύτερης ίσως έντασης ήταν η συγκίνηση που πήραμε, όταν την επομένη όλη η ομάδα έφτασε στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, όπου προέκυψαν άλλες δυο εξαιρετικές εμπειρίες. Κατ’ αρχήν την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας κατέβηκε στην παραλία για μπάνιο, μερικοί από μας μαγειρέψαμε για τους υπόλοιπους. Μέσα στην κουζίνα της Μονής μάς περίμεναν τρεις τεράστιες κατσαρόλες. Στην πρώτη φτιάξαμε κριθαράκι με σάλτσα και μπόλικα μυρουδικά, στη δεύτερη φάβα με κρεμμύδι και στην τρίτη χαλβά με πορτοκάλι. Το ανακάτεμα το κάναμε με κάτι τεράστιες κουτάλες. Κόψαμε και δυο γαβάθες με ντομάτα, κρεμμύδι, ανακατεμένα με παξιμάδι. Άλλη μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα. Το φαγητό που φτιάξαμε, όλοι είπαμε ότι ήταν υπέροχο. Στη συνέχεια ο εξαιρετικός αρχηγός μας Νείλος μάς μίλησε για το ναό του Απόλλωνα του Αιγλήτη. Τη θέση αυτού του αρχαίου ιερού χώρου κατέχει σήμερα το μοναστήρι όπου βρέθηκαν πολλά αρχαία, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, ενώ κάποια εξίσου σημαντικά φυγαδεύτηκαν στο Αυτοκρατορικό Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης την περίοδο που το νησί τελούσε υπό ρώσικη κατοχή (1770-1774) . Μετά την ξενάγηση περίπου 30 από εμάς αποφασίσαμε να ανέβουμε το μονοπάτι, που οδηγεί στην κορφή του μεγαλύτερου μονόλιθου της Μεσογείου, όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγιάς της Καλαμιώτισσας. Ξεκινήσαμε με στόχο να προλάβουμε τη δύση τού ήλιου. Η ανάβαση ήταν επίπονη, καθώς ήμασταν φορτωμένοι με τα σακίδιά μας, αφού θα διανυκτερεύαμε εκεί, όμως τα καταφέραμε. Φτάσαμε ακριβώς την ώρα της δύσης του ήλιου. Νομίζαμε σ’ αυτήν την κορυφή ότι αγγίζαμε τον ουρανό, καθώς μπροστά μας απλωνόταν όλη η Ανάφη και στο βάθος το άπειρο. Όταν νύχτωσε, μέσα στην εκκλησία, ο Νείλος μάς πρόβαλε ένα film που αναφερόταν σ’ αυτήν την μοναστηριακή περιοχή. Στη συνέχεια, ακούγοντας τους ήχους την φλογέρας του Μιχάλη, κοιμηθήκαμε χαζεύοντας τον έναστρο ουρανό και μια μισόγεμη σελήνη, που άφηνε το φως της πάνω στην μαύρη θάλασσα, μετατρέποντας το τοπίο σε μαγευτικό. Την επομένη στις 6:00 π.μ. ήμασταν στο πόδι προκειμένου να θαυμάσουμε μια μοναδική ανατολή. Εγώ σκαρφάλωσα πάνω στον τρούλο της Παναγιάς και ένιωθα ότι θέλω να απογειωθώ, κοιτάζοντας το άπειρο του ορίζοντα. Οι φωτογραφικές μηχανές άναψαν. Όλοι αισθανόμασταν μια απίστευτη ευεξία. Στη συνέχεια μάς περίμενε μια μονόωρη κατάβαση. Τα χρώματα της νέας μέρας που ανέτειλε ήταν υπέροχα. Φτάνοντας στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής  το ρίξαμε πάλι στο τραγούδι και φυσικά στο τέλος μπάνιο στο Ρούκουνα.  
Εκεί γράψαμε και το τραγούδι της Ανάφης:

….Ολημερίς τσαπίζαμε
κι ολονυχτίς παρέα
στου Ρούκουνα την αμμουδιά
την κάναμε λαθραία…..
Το ίδιο βράδυ νοικοκυρές της Ανάφης ετοίμασαν για μας ένα τραπέζι στην πλατεία της Χώρας. Όλα τα καλά του θεού υπήρχαν. Κεφτεδάκια, τυροπιτάκια, ντοματοσαλάτες, πίτες και πολλά γλυκά. Και φυσικά η έκπληξη της βραδιάς ήταν ο μπαρμπα-Μανόλης ο τσαμπουνιέρης. Θα ’παιξε τουλάχιστον 3 ώρες παραδοσιακή μουσική με την τσαμπούνα του κι εμείς, όπως πάντα, τρελαθήκαμε στο χορό . Επισκέπτες και ντόπιοι γίναμε εκείνες τις στιγμές μια οικογένεια.
Το βράδυ του Σαββάτου έγινε  απονομή αναμνηστικών διπλωμάτων απ’ το Δήμαρχο της Ανάφης, προκειμένου οι Αναφιώτες να μας ευχαριστήσουν για την εθελοντική συμβολή μας στον καθαρισμό των μονοπατιών του νησιού τους και φυσικά στη συνέχεια γλέντι μέχρι πρωίας στις «Μάντρες». Εκεί αποφασίσαμε να περάσουμε ορισμένοι από εμάς το τελευταίο βράδυ στην Ανάφη ακούγοντας μουσική, πίνοντας και χορεύοντας.
Την  Κυριακή, 10 Ιουλίου στις 8 μ.μ., καθώς καθόμουν πάνω στο σάκο μου περιμένοντας το πλοίο ν’ ανοίξει τις μπουκαπόρτες του, μελαγχόλησα σκεπτόμενη ότι άλλη μια εκπληκτική εμπειρία ολοκληρώθηκε. Φεύγοντας αντίκρισα το πανέμορφο ξερονήσι χαμένο μες στους αιώνες στο αιγαιοπελαγίτικο θαύμα και χιλιάδες εικόνες ξανάρθαν στη μνήμη μου αναλογιζόμενη πόσο τυχερή ήμουν που μπόρεσα να ζήσω επάνω του έστω και για λίγο. Να μυρίσω τα υπέροχα αρώματα της φύσης του. Να δω τα λαμπρά τοπία του. Να γευτώ τις έξοχες γεύσεις του. Να αισθανθώ το άγγιγμα των γαλανών νερών του. Να ακούσω το φύσημα των δυνατών ανέμων, που διασχίζουν τις πλαγιές του. Τα χρώματα της δύσης είχαν περιβάλει όλες τις φανταστικές σκέψεις μου και μέχρι τη στιγμή που έπεσε το απέραντο σκοτάδι, καθόμουν και κοιτούσα μαγεμένη τον ορίζοντα.
Αυτές τις 10 μέρες που μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω στο καλοκαιρινό πρόγραμμα εναλλακτικού τουρισμού, το οποίο διοργάνωσε ο ΕΠΟΣ Φυλής στην Ανάφη, συνειδητοποίησα ότι άνετα μπορεί να συνδυαστεί η πεζοπορία με τον εθελοντισμό. Είναι τέτοια η φύση της εργασίας που προσφέρουμε ( καθαρισμός μονοπατιών από βλάστηση, ρίζες, χώματα) όπου χωρίς δυσκολία «παντρεύεται» με το υπόλοιπο πεζοπορικό πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει ορειβασίες, ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς  και ιστορικούς χώρους, κολύμβηση σε απομακρυσμένες παραλίες που μόνο με τον περιπατητικό τουρισμό είναι δυνατόν να τις προσεγγίσεις, απόλαυση της τοπικής παραδοσιακής κουζίνας σε μια γραφική ταβέρνα δίπλα σε καταγάλανα θαλασσινά νερά ή σε αδάμαστες βουνοπλαγιές.
Η εμπειρία που αποκόμισα καθαρίζοντας τα μονοπάτια της Ανάφης καθώς και οι νέες γνωριμίες που απέκτησα με ανθρώπους οι οποίοι αγαπούν τη φύση και κάτω από άλλες συνθήκες δε θα τους συναντούσα ποτέ στην πόλη με οδήγησαν να αναθεωρήσω ορισμένες απόψεις μου και ν’ αλλάξω στάση ζωής.
Κατανόησα ότι η αληθινή ζωή δε βρίσκεται μπροστά στην τηλεόραση, αλλά έξω στη φύση. Ανάμεσα  στις αρίφνητες μυρωδιές της. Κάτω απ’ το άπλετο φως μιας λαμπρής μέρας. Δίπλα στις σμαραγδένιες παραλίες μιας αμόλυντης θάλασσας. Όλη αυτή η  επαφή με τη φύση με αναζωογόνησε απίστευτα.
Αφήστε τις αναστολές. Διώξτε τις ανησυχίες σας για την επικινδυνότητα των περιπατητικών εξορμήσεών σας. Πέστε το μεγάλο ΝΑΙ και ελάτε μαζί μας στον επόμενο εθελοντικό καθαρισμό.
Η πεζοπορία και η ορειβασία είναι κομμάτια της ανθρώπινης φύσης. Επίσης η προστασία, ο καθαρισμός και η περιποίηση του περιβάλλοντος δεν είναι υποχρέωση μόνο του κράτους, είναι κυρίως δική μας υπόθεση. Η φύση είναι το πραγματικό μας σπίτι.
«ΞΕΚΟΛΛΗΣΤΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ ΣΑΣ.
ΝΙΩΣΤΕ ΞΑΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.»

Πηγές που χρησιμοποίησα για τα μυθολογικά-ιστορικά στοιχεία:
•    Βικιπέδεια : Ανάφη
•    Hol.day.gr : Ιστορία- Ανάφη- Κυκλάδες
•    Καθημερινή, Κυριακή 21-7-02: Ανάφη, τόπος εξορίας στο Μεσοπόλεμο

Αφήστε μια απάντηση