Πεζοπορία στα μονοπάτια των Ινδιάνων του Ισημερινού
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ
Κείμενο: Δημήτρης Λεοντόπουλος
Διασχίζοντας τη χώρα των Ινδιάνων
14 Απριλίου: Κάπως αργά για πρωί ξεκινήσαμε οι 14 πεζοπόροι από την Riobamba για το χωριό Achupallus που βρίσκεται στα 3300μ απ όπου θα πέρναμε το μονοπάτι για την 3ημερη διάσχιση του ιστορικού μονοπατιού των Ίνκας. Ένα μονοπάτι που ένωνε κάποτε τις δύο χώρες της Λατινικής Αμερικής Περού και Ισημερινό, από την πόλη Κούσκο και το Μάτσου Πιτσου μέχρι την πρωτεύουσα Quito. Χαιρετήσαμε την ορειβατική αποστολή που έφυγε για την ανάβαση στο Chimborazo και ξεκινήσαμε την οδύσσεια μας για να φτάσουμε στο χώρο εκκίνησης. Έπρεπε να’ μαστε εκεί γύρω στις 2 το μεσημέρι για να προφτάσουμε να ολοκληρώσουμε την πορεία μας ,4 με 5 ώρες πριν νυχτώσει. Δυστυχώς για εμάς όμως μάθαμε καθ’ οδόν ότι ο σύντομος και καλός δρόμος που οδηγούσε στο χωριό είχε κλείσει, κι έτσι πορευτήκαμε από άλλον κακοφτιαγμένο δρόμο. Η πορεία μας ήταν δύσκολη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα καθώς περνούσαμε από ορεινά χώρια Ινδιάνων διαφόρων κοινοτήτων οι οποίοι ξεχώριζαν μεταξύ τους από το χρώμα της ενδυμασίας τους.. Πολύχρωμες φορεσιές, πολλά παιδάκια που έπαιζαν στις αυλές των σχολείων και μας χαιρετούσαν καθώς περνάγαμε με το πούλμαν με ένα πλατύ χαμόγελο, πολλά ζώα, ιδίως αγελάδες που έβοσκαν στα καταπράσινα λιβάδια, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας είναι οροπέδιο,ολόκληρες οικογένειες χωρικών που δούλευαν στα χωράφια τους καλλιεργώντας τα με πρωτόγονα μέσα, ήταν αυτά που μας εντυπωσίασαν παρά πολύ. Και δεν έφτανε που η διαδρομή ήταν μεγάλη, αλλά πλησιάζοντας στο χωριό, ένα ρέμα που είχε πλημμυρίσει, δεν επέτρεψε στο λεωφορείο να περάσει. Συγκινητική η προσπάθεια των γηγενών και των μικρών του σχολείου της περιοχής που μας βοήθησαν μεταφέροντας πέτρες, αλλά το λεωφορείο δεν κατόρθωσε να περάσει. Χάσιμο πολύ χρόνου και απόφαση να πάμε στο χωριό με τα πόδια, όπου φτάσαμε με το σούρουπο, μέσα σε βροχή, και καταλήξαμε στο σχολείο, που μας το παραχώρησαν για εκείνο το βράδυ. Μπορεί να χάσαμε έτσι την 1η μέρα του τρεκ, αλλά ζήσαμε ωραίες εμπειρίες απ’τα χώρια που περάσαμε πεζοπορώντας, την φιλοξενία και την γνωριμία με τους ανθρώπους της μικρής πόλης, που όπως είπε και ο επίτροπος της εκκλησίας, ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες που τους επισκεφτήκαμε.
15 Απριλίου: Βαδίζοντας στα χνάρια των Ίνκας.
Ξυπνήσαμε νωρίς, πήραμε το πλούσιο πρωινό μας σε πανσιόν του χωριού όπου είχαν καταλύσει και άλλοι ορειβάτες από άλλες χώρες, οι οδηγοί μας ήταν εκεί, καθώς και 12 γαιδουράκια όπου φορτώσαμε τον περίσσιο εξοπλισμό μας και τα είδη μαγειρικής για τις 3 μέρες του τρεκ και ξεκινήσαμε. Η απογοήτευση ήρθε νωρίς καθώς το παλιό πέτρινο καλντερίμι ήταν πολύ λασπωμένο, εγκαταλελημενο και ανηφορικό. Είχαμε και την ψιλή βροχή που μας ακολουθούσε αδιαλείπτως, μέχρι που φτάσαμε μετά από μιάμιση ώρα σε ένα συναρπαστικό τοπίο. Απόκρημνα βράχια απ τη μια πλευρά, απέραντη θεά σε όλο τον κάμπο απ την άλλη, και το στεγνό μονοπάτι συνεχιζόταν στα ρίζα των βράχων, ενώ και η βροχή σταμάτησε. Ηταν η στιγμή για φωτογραφίες και αναπτέρωση του ηθικού. Τα ωραία όμως κάποτε τελειώνουν, το μονοπάτι συνεχιζόταν μέσα από τα paramo, η βροχή επανήλθε και αργά φτάσαμε στον πρώτο καταυλισμό δίπλα σε μια πηγή έπειτα από 6 ώρες.. Οι βαστάζοι είχαν στήσει τις σκηνές και ετοίμαζαν το βραδινό. Κάτω από μια μεγάλη τέντα μας προσέφεραν καφέ και τσάι, και το βράδυ απολαύσαμε τη νοστιμότερη σούπα της ζωής μας. Τι κι αν έβρεχε συνέχεια και το κρύο ήταν κοντά στο 0, οι στιγμές ήταν υπέροχες, η παρέα ευχάριστη, και η εμπειρία της κατασκήνωσης στα 3800 μοναδική.
16 Απριλίου: Αντιμέτωποι με τα στοιχεία της φύσης.
Ξυπνάμε με ψιλοβρόχι και παίρνουμε το ζεστό πρωινό, ανταλλάσσουμε απόψεις για την πρωτόγνωρη εμπειρία της διανυχτέρευσης σε μεγάλο υψόμετρο σε σκηνή, και διαπιστώνουμε ότι όλοι είμαστε σε καλή κατάσταση και με ακμαίο ηθικό. Τρώμε καμπόση ώρα για να βρούμε το μονοπάτι το οποίο συνεχίζεται μέσα από τα paramo, και δεν είναι πολύ ευδιάκριτο. Στα 4100 μέτρα, το τοπίο αλλάζει σε πετρώδες, ιδιαίτερη βλάστηση δεν υπάρχει, το μονοπάτι είναι καθαρό και στεγνό, και ανηφορίζουμε προς την κορυφή Cuchillado Tres Cruces στα 4400μ, το υψηλότερο σημείο του τρεκ. Ο οδηγός μας προειδοποιεί ότι θα συναντήσουμε ισχυρούς άνεμους στην κορυφή, πράγμα που το διαπιστώσαμε όταν πλησιάζαμε. Η βροχή και ο πολύ δυνατός αέρας δυσκολεύουν την προσπάθεια μας, και η διάσχιση της κορυφογραμμής κράτησε πολλή ώρα. Η ομίχλη που επικρατούσε, δε μας επέτρεψε να έχουμε καθόλου θεά, και έτσι την όμορφη λίμνη Sansahuin, δεν την είδαμε ποτέ. Αλλά και όταν ξεφύγαμε από την κορυφή, πάλι πέσαμε στα δύσκολα, γιατί το μονοπάτι είχε τόση πολλή λάσπη, που περπατούσαμε συνεχώς έξω από αυτό. Στο δύσκολο και κατηφορικό εκείνο σημείο ήταν που μας έφτασε και το καραβάνι με τα γαιδουράκια και είναι να απορεί κανείς πως περπατούσανε φορτωμένα σε εκείνο το δρόμο. Χαμηλά στην κοιλάδα κυλούσε ένας ποταμός σε σχήμα φιδιού, και στο βάθος φαίνονταν τα αρχαία Paredones όπου θα γινόταν η 2η κατασκήνωση. Η διάσχιση του ποταμού ήταν δύσκολη καθώς δεν υπήρχε γέφυρα, και εμείς ισορροπούσαμε πάνω σε μεγάλες πέτρες, και με τη βοήθεια των οδηγών φτάσαμε απέναντι άβρεχτοι.
Οι επόμενες 2 ώρες ήταν πολύ δύσκολες καθώς είχε έρθει και η κούραση, για να φτάσουμε τελικά μετά από πορεία 8 ωρών στον προορισμό μας. Διαλέξαμε τις σκηνές μας που είχαν στηθεί στο υπέροχο περιβάλλον των αρχαίων. Καφές, τσάι, φαγητό, ανέκδοτα, και ύπνος μέσα στο κρύο και τη βροχη, κάτω από τους ήχους ενός παρακείμενου καταρράχτη που μας νανούριζε όλο το βράδυ.
17 Απριλίου: Προσκύνημα στο μνημείο των Ίνκας Ingapirca.
Μετά το πρωινό μας ξεκινήσαμε για την τελευταία ημέρα του τρεκ. Ο καιρός ήταν όπως και τις προηγούμενες ημέρες, το μονοπάτι δύσβατο και αδιευκρίνιστο, περπατούσαμε πολλές φορές στα τυφλά μέσα στα paramos και σε αδιάφορο τοπίο, χωρίς όμως να χάνουμε τον προσανατολισμό μας, μέχρι που φάνηκε ένα μικρό χωριό μετά από 4 ώρες πορείας. Συγκεντρωθήκαμε όλοι στο σχολείο, ήρθαν και οι αποσκευές με τα τετράποδα, φορτωθήκαμε στην καρότσα των αγροτικών αυτοκίνητων και φτάσαμε στο ιστορικό μνημείο των Incas, το Ingapirca, όπου μας περίμενε το λεωφορείο. Είναι το μοναδικό μνημείο που σώζεται στη χώρα του Ισημερινού από την εποχή των Canary. Φυλάσσεται σε πολύ καλή κατάσταση, ο χώρος είναι υποβλητικός, και εμπνέει δέος και σεβασμό.
Ο Fernando, ο συμπαθητικός ξεναγός που ήταν μαζί μας από την πρώτη μέρα που φτάσαμε στο Εκουαδόρ, αφού μας ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια του τρεκ και μοιράστηκε μαζί μας όλες τις καλές και άσχημες στιγμές, βοηθώντας και δίνοντας λύση σε ότι πρόβλημα παρουσιαζόταν, μας έκανε την ξενάγηση στον χώρο του μνημείου, και μας ταξίδευσε νοερά πίσω σε μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί, αφήνοντας τα σημάδια της στο χρόνο. Ηταν αργά το απόγευμα, είχαμε μια επιπλέον ημέρα ελεύθερη μέχρι να συναντήσουμε την ορειβατική ομάδα, και αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την ιστορική πόλη Quenca, την ωραιότερη της χώρας, δημιουργία των Ισπανών κατακτητών, και αυτό ήταν το καλύτερο δώρο για μας, να ξεχάσουμε την κούραση των 4 ημερών και να χαλαρώσουμε. Μια περιπέτεια όμως που μας έδωσε μεγάλες εμπειρίες και αυτοπεποίθηση για να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και μάλιστα σε μεγάλο υψόμετρο, καθώς οι περισσότεροι το έζησαν για πρώτη φορά. Εμπειρίες και αναμνήσεις που θα μας συντροφεύουν σε όλη μας τη ζωή, και θα τις διηγιόμαστε στους φίλους μας όταν γυρίσουμε στην Ελλάδα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω την πολύτιμη συμβολή του αρχηγού της πεζοπορικής ομάδας Δρόσου στη διάρκεια του τρακ. Ήρεμος, καλοσυνάτος, με χαμόγελο και πολύ κέφι, δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα. Τον ευχαριστούμε πολύ.
Κείμενο: Δημήτριος Λεοντοπουλος