20 Απριλίου 2025

Μογγολία, ένα οδοιπορικό στη χώρα της στέπας, των βουνών και της ερήμου

Μογγολία,

ένα οδοιπορικό στη χώρα της στέπας, των βουνών και της ερήμου

Το ζεστό καλωσόρισμα από την Ankha  και τους τρεις οδηγούς με τον ερχομό μας  νωρίς το πρωί στην Ulaan Baatar, τον «κόκκινο ήρωα», όπως ονομάστηκε το 1924 στο όνομα της επανάστασης, η πρωτεύουσα του λαού των θαρραλέων (μογγΧολ = θαρραλέοι), ήταν ένα σημάδι. Δεν διαψευστήκαμε.

 

Ζαλισμένοι από το μεγάλο ταξίδι, ξεκινήσαμε τις βόλτες και τις επισκέψεις στα βασικά σημεία της πόλης. Πολλοί από εμάς με πολλές απορίες και με ιδεοληψίες ίσως απέναντι σε μια εποχή που έφυγε ή σε μια εποχή που έφτασε. Δεν θέλαμε να χαθεί αυτός ο χρόνος. Το μουσείο της ιστορίας. Το κτήριο της όπερας. Το Σοβιετικό μνημείο των πεσόντων. Η πλατεία των 31 στρεμμάτων με το όνομα του Sukhbaatar ηγέτη του κομμουνιστικού κόμματος του 1921. Αλλά και οι νέες μοντέρνες πολυώροφες κτηριακές εγκαταστάσεις που φιλοξενούν γραφεία Ρωσικών, Καναδικών, Ιαπωνικών εταιρειών σχετικών με την εξόρυξη-εκμετάλλευση ορυκτών.

Ο «ποιμενικός» κομμουνισμός αντικατάστησε την κοινωνία της στέπας σε μία χώρα -πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας – πρώην Σοβιετικής Ένωσης και έδωσε τη θέση του στη «δημοκρατία». Στη περιφέρεια, οι καμινάδες των εργοστάσιων και τα τουβλόχτιστα οικοδομήματα των νέων αστικών εγκαταστάσεων μοιάζουν σαν παρείσακτα στο ομοιόμορφο τοπίο των προσωρινών οικισμών που αποτελούνται από γιούρτες.

 

Η δεύτερη μέρα, μετά από πολλές ώρες ταξίδι σε ανοιχτά λιβάδια χωρίς σύνορα, χωρίς δρόμους, παρά μόνο κάποια σημάδια περάσματος από προηγούμενα οχήματα μας οδήγησε στο Baga Gazaryn Chuluu. Ένας βραχώδης σχηματισμός από γρανίτη στη μέση ερημικής πεδιάδας, καταφύγιο του Zanabazar (του Michelangelo των στεπών)  την εποχή της διαμάχης δύο Δυναστειών Μογγόλων. Βουδιστικές απεικονίσεις στους βράχους από δύο  ασκητές μοναχούς του 19ου αιώνα. Η περιοχή είναι γεμάτη από ovoo, ιερά προσκυνήματα, πυραμοειδείς σχηματισμούς από πέτρες, ξύλα, μαντήλια, αντικείμενα της καθημερινής ζωής, αφιερώματα, τάματα.

 

Η πεζοπορία στο υψηλότερο σημείο στη περιοχή το Baga Gazryn Uul (1768m), ήταν αυτό που ήθελε το σώμα μετά το ταξίδι. Σπήλαιο με υπόγεια λίμνη στο βουνό, κάνει να αναβλύζουν από μικρές τρύπες στους βράχους μικρές ποσότητες νερού, που οι ντόπιοι το θεωρούν άγιασμα. Η κατάλυσή μας σε γιούρτες στη κατασκήνωση Bayan bulag. Πριν το χάραμα, πεζοπορία στους βράχους: Αυγή, Φως, ανοιχτός χώρος, σιωπή.

 

Ταξίδι προς το νότο. Ongiin Khiid: ένας  ενδιαφέρων ορεινός σχηματισμός, μια κοιλάδα που διασχίζεται από ποτάμι. Στις όχθες του βρίσκονται τα ερείπια δύο μοναστηριών του Barlim Khild στη βόρεια όχθη και του Κhutagt Κhild  στη νότια. Είναι ένα μαγευτικό μέρος. Το great gobi ger camp μας φιλοξένησε το βράδυ. Σπουδαστές από τις πόλεις με χαμηλή αμοιβή εργάζονται  τα καλοκαίρια στα ger camps, όσο δηλαδή και αυτά είναι ανοιχτά. Τον υπόλοιπο χρόνο πολλές από αυτές τις περιοχές είναι αφιλόξενες, δυσπρόσιτες, οι θερμοκρασίες πολύ χαμηλές, η μεταφορά των αγαθών δύσκολη. Η προσπάθεια των παιδιών αυτών να εξυπηρετήσουν τον ταξιδιώτη, είναι εντυπωσιακή. Συνδυασμένη με τις αρχές της Μογγολικής φιλοξενίας, η περιέργεια τους για τον «υπό ανακάλυψη» δυτικό επισκέπτη, όχημα για την άνθηση μιας νέας αγοράς περιηγητικού τουρισμού, απελευθερώνει δυνάμεις, αναπτερώνει ελπίδες, γεννά προσδοκίες για την βελτίωση της ποιότητας ζωής μιας κοινωνίας, που ο μισός της πληθυσμός στριμώχνεται στη περιβαλλοντολογικά μολυσμένη πρωτεύουσα, πολλοί ζώντας και εκεί σε γιουρτες σε κακές συνθήκες υγιεινής. Η απεραντοσύνη, η κυκλοθυμία της απρόοπτης κυρίαρχης φύσης, συσπειρώνουν τους νομάδες στην μεγάλη Μογγολική γη, σε υψηλά επίπεδα συντροφικότητας, αλληλεγγύης. Και το ελάχιστο μοιράζεται μεταξύ τους. Οι ταξιδιώτες μαθαίνουν σύντομα, να μην αρνιούνται τη φιλοξενία όταν τους συναντούν. Θα προσκληθούν στη γιουρτα, θα καθίσουν στα κρεβάτια, ανάμεσα στα παστά, στα δέρματα που κρέμονται να στεγνώσουν, στη καρδάρα με το αλογίσιο γάλα που σιγά-σιγά στη ζεστασιά της σόμπας γίνεται τυρί, δίπλα στο εικονοστάσι, όπου οι άγιες εικόνες εναλλάσσονται με τα πορτραίτα πεθαμένων συγγενών ή συγγενών που βρίσκονται μακριά. Εδώ που οι γυναίκες μαγειρεύουν τη σούπα από αρνίσιο κρέας, φτιάχνουν το «κουμύς» με γάλα φοράδας, βράζουν φύλλα τσαγιού, υφαίνουν, επεξεργάζονται τα δέρματα των ζώων, ράβουν τα φαρδομάνικα ρούχα και κατασκευάζουν μπότες από κετσέ. Εδώ οι ξένοι θα κεραστούν το αποξηραμένο τυρί της καμήλας, ή το βούτυρο του γιακ, θα πιουν το ξινόγαλα του αλόγου.  Έρχονται όλοι από μακριά. Οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Οι γιουρτες και αυτές απόμακρες μεταξύ τους, σαν διαστημικοί σταθμοί τη νύχτα σε ένα μικρό σύμπαν. Τη φιλοξενία, τη φροντίδα του ξένου, τη προσφέρουν, σαν να τη χρωστούν, καθημερινά. Είναι ένα δάνειο επιβίωσης, ένα ισχυρό στοιχείο του πολιτισμού τους.

 

Ένας ζεστός δυνατός άνεμος το βραδάκι, ήταν το δώρο του τέλους της μέρας, στο εντυπωσιακά γρήγορο στέγνωμα των φρεσκοπλυμένων ρούχων μας. Το ποτάμι δίπλα μας, πρωταγωνιστής της ζωής εδώ, υπογραμμίζει την ηγεμονία του μέσα από τους ήχους του κελαριστού νερού δεμένους στη πολυφωνία του θροΐσματος της φυλλωσιάς της δασωμένης του όχθης. Ήχοι που διαπερνούν προστατευτικά τα πάντα μέσα στη βαθειά νύχτα, ορίζοντας μια αιωνιότητα.

 

Μετά από μια ολόκληρη ημέρα ταξιδιού, σταδιακά η φύση αλλάζει προετοιμάζοντας μας για αυτό που περιμένουμε να επισκεφτούμε. Την αρχή της ερήμου Gobi. Φτάσαμε αργά το βράδυ στη κατασκήνωση Bayanzag. Μια έρημος από βράχια, κόκκινη άμμο, πέτρες. Το χάραμα ξεκινήσαμε για τους «φλεγομένους βράχους» μια πορεία στο υψίπεδο της ερήμου. Ο ήλιος ανατέλλοντας, έδινε ένα απόκοσμο χρώμα, στα βράχια, στις κόκκινες πέτρες. Οξύς ο ίδιος μέσα στη καθαρότητα της ατμόσφαιρας, αιχμηρός σαν ξυράφι. Το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως, αλλάζοντας τη θερμοκρασία, στο άνυδρο ορίζοντα, δημιουργεί χαμηλά ρεύματα, σηκώνει, παρασέρνει, τυλίγει ουρές άμμου, γύρω από τους βραχώδης «σταλαγμίτες». Εδώ, το 1922, από τον παλαιοντολόγο Roy Chapman Andrews ανακαλύφθηκαν τα πρώτα απολιθωμένα κρανία, σιαγόνες και αυγά δεινόσαυρων στη κεντρική Ασία και τα περισσότερα που βρεθήκαν σε μια χώρα. Τα είδαμε στο παλαιοντολογικό μουσείο της Ουλάν Μπατόρ. Στους «φλεγόμενους βράχους» κάθε χρόνο εξακολουθούν να ανακαλύπτονται απολιθώματα σκελετών και αυγών δεινοσαύρων.

 

Έξι ώρες ταξίδι νοτιότερα τα Khongoryn els. Μερικοί από τους μεγαλύτερους αμμόλοφους, μέχρι 300 μ. ψηλοί, σε 12 χλμ. πλάτος και 100 χλμ. μήκος. Αναζητήσαμε και ανεβήκαμε στο υψηλότερο σημείο. Η θέα από εκεί ήταν μαγευτική! Μπροστά μας ένας ωκεανός χωμάτινων κυμάτων: οι αμμόλοφοι που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον σε μια ακίνητη αγωνία, μέχρι το βάθος του ορίζοντα. Οι αμμόλοφοι αυτοί λέγονται από τους ντόπιους «Duut Mankhan», δηλαδή αμμόλοφοι που τραγουδούν. Όμως αυτό το μάθαμε μετά. Την ώρα που τους κατεβαίναμε, ακούγαμε ένα υπόκωφο, διαπεραστικό, απροσδιόριστης αφετηρίας ήχο. Έμοιαζε με εκείνο αεροπλάνου, πουθενά όμως αεροπλάνο. Χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα μέχρι ξαφνιασμένοι εμείς να καταλάβουμε ότι ο ήχος αυτός ερχόταν κάτω από τα πόδια μας. Λόγω της κλίσης του αμμόλοφου, κοντά στη γωνία κύλισης της άμμου, με τη παραμικρή κίνηση, η διολίσθηση εσωτερικών στρωμάτων άμμου δημιουργούσε τον ήχο αυτό.

 

Ταξίδι προς το βορρά. Η πεδιάδα Orkhon. Το τοπίο έχει αλλάξει. Δασωμένα βουνά, απέραντοι βοσκότοποι, λιβάδια χλοερά. Ο επιβλητικός καταρράκτης Ulaan Tsutgalan 22 μ. ύψος ρίχνει τα νερά του μέσα στο φαράγγι με τα πεύκα, σχηματίζοντας μια μικρή λίμνη. Εδώ οι τολμηρότεροι κολύμπησαν. Νερό: … παγάκι!

 

Μια πεζοπορία στη περιοχή κατεβαίνοντας στο φαράγγι, αργά το απόγευμα με την άφιξη μας στη κοιλάδα, μας άνοιξε την όρεξη για μια ζεστή σούπα, μόλις έπεσε το βράδυ στην κατασκήνωση. Μια ξαφνική βροχή, μας υπενθύμισε αυτό που μας είχαν πει, ότι εδώ κάποιος μπορεί να δει 4 εποχές μέσα σε μια μέρα! Το διπλό ουράνιο τόξο σαν δυο φωτεινές μονότοξες γέφυρες που δέναν τα πόδια δυο απέναντι λόφων μας αποζημίωσε. Το διπλό ουράνιο τόξο, ένωνε δυο λόφους αντικρυστά  σαν δυο φωτεινές μονότοξες γέφυρες και μας αποζημίωσε.

 

Την επομένη αυγή, ανάβαση σε μια χαμηλή κορυφή δίπλα στη κατασκήνωση. Άχνιζαν οι γιούρτες από την καύση των ξύλων στις σόμπες. Τα γιακ ακροβολισμένα στο πρωινό τους γεύμα στο χορτάρι.

 

Ταξίδι στα βορειοδυτικά. Ανάβαση στο μοναστήρι Τovkhon. Kρυμμένο βαθειά στα βουνά Κhangai, αυτό το μοναδικής ομορφιάς μοναστήρι είναι ένας τόπος συχνού προσκυνήματος των Βουδιστών Μογγόλων που αναζητούν πνευματική εξύψωση. Ο Zanazabar ίδρυσε τη Μονή το 1653, έζησε, δούλεψε και διαλογίστηκε εδώ περίπου 30 χρόνια. Καταστράφηκε όπως τα άλλα μοναστήρια στις Σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937, ξαναχτίστηκε το 1990. Η επιλογή της θέσης του οφείλεται στο ιδιαίτερο σχήμα του βράχου – σχήμα μεγάλου θρόνου – πάνω στον οποίο είναι χτισμένο. Οι προσκυνητές συνηθίζουν να περνούν από το «σπήλαιο της αναγέννησης» (ως ένας τρόπος εξαγνισμού) όπως ονομάζεται ένα πολύ στενό πέρασμα που οδηγεί σε μια διαμπερή σπηλιά μέσα στους βράχους πάνω από το μοναστήρι.

 

Η άφιξη το βράδυ της ίδιας μέρας στο Kharkhorin, 60 χλμ. μακριά, το παλαιό Karakorum, την πρώτη πρωτεύουσα της ισχυρής αυτοκρατορίας των Μογγόλων του 13ου αιώνα. Η ακμή και η πτώση. Το κέντρο της μεγαλύτερης, χωρίς διέξοδο στη θάλασσα, αυτοκρατορίας για 40 χρόνια με ανάκτορα, πρεσβείες τεμένη, ναούς, αγορές (μέχρι που ο Kublai Khaan μετέφερε τη πρωτεύουσα στο Khanbalik το μετέπειτα Πεκίνο). Σήμερα είναι μια φτωχή κωμόπολη. Λασπώδεις χωματόδρομοι, μικρά μαγαζιά σε container, κακοσυντηρημένα παλιά ξύλινα σπίτια. Το τρακτέρ στο βάθρο με το στάχυ και το γρανάζι μπροστά από ένα σχολείο χτισμένο από τους σοβιετικούς.

Το Karakorum καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Μαντζουριανούς στρατιώτες το 1388. Στο Karakorum το 1586 ιδρύθηκε το πρώτο Βουδιστικό μοναστήρι στη Μογγολία, το Erdene zuu khiid ή «100 θησαυροί» και στην ακμή του είχε 60-100 ναούς με 1.000 περίπου μοναχούς. Καταστράφηκε στις διώξεις του 1937. Ένα μικρό του μέρος αποκαταστάθηκε το 1990 και αυτό επισκεφθήκαμε. Όπως σε πολλές κυνηγετικές, τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες έτσι και εδώ κυρίαρχο «θρησκευτικό» ανιμιστικό κίνημα ήταν ο Σαμανισμός, που κυριαρχούσε τον 13ο αιώνα στα χρόνια της ακμής, της λατρευτικά ανεκτικής Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Στο Karakorum υπήρχαν εκπροσωπημένες 12 θρησκείες-δόγματα, χώροι λατρείας ανάμεσα στους οποίους τζαμιά, Βουδιστικοί ναοί, Νεστοριανές Χριστιανικές εκκλησίες.

Το νέο μουσείο που μόλις άνοιξε μερικούς μήνες πριν, δωρεά της Ιαπωνικής κυβέρνησης, είναι μια Ιαπωνική υπογραφή τάξης και οργάνωσης, στο άναρχο κείμενο της πόλης. Επί Σοβιετικής επιρροής αυτό το σημαντικό για τους Μογγόλους κομμάτι της ιστορίας τους είχε κρατηθεί στο περιθώριο, αφού ο Chinggis Khaan ήταν γνωστός ως δυνάστης των κατεχόμενων λαών.

 

Η επίσκεψη το μεσημέρι της Κυριακής στους συγγενείς της οδηγού της παρέας μας Ankha, λίγο έξω από την Kharkhorin, ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή. Κάποιοι από μας καβάλησαν άλογα του κοπαδιού τους, κάποιοι άλλοι τα …άρμεξαν! Κεράσματα στη γιουρτα. Ξυνόγαλο, αποξηραμένο τυρί από άλογο. Φαγητό, προβατίνα τεμαχισμένη στη καρδάρα με πατάτες και βολβούς κρεμμύδια. Μετά πυρωμένες από τη φωτιά πέτρες ριγμένες στη καρδάρα ψήνουν το κρέας. Η  καρδάρα κλείνει αεροστεγώς με το καπάκι και με πανιά, ως χύτρα και μένει στη φωτιά για κάμποση ώρα. Το φαγητό μετά στο χέρι, οκλαδόν στο γρασίδι, κάτω από τον ίσκιο ενός παλιού σοβιετικού φορτηγού.

 

Το βράδυ, μετά από 5 ώρες οδήγηση περνώντας από φουσκωμένα ποτάμια, κοιλάδες, μέρη εξαιρετικής ομορφιάς, φθάσαμε στις θερμές ιαματικές πηγές  Tsenkher και καταλύσαμε στη κατασκήνωση. Το ζεστό μπάνιο στις πηγές ήταν ένα καλό δώρο της μέρας που έφευγε! Οι πηγές αχνίζοντας έκρυβαν και ξαναπρόβαλαν στα μάτια μας όπως αυτές ήθελαν, τις πίσω δασωμένες πλαγιές.

 

Το πρωί της επόμενης μέρας πεζοπορία στα γύρω βουνά, μας προετοίμασε για το μεγάλο ταξίδι προς τη λίμνη Terkhiin Tsaagan Nuur (Nuur=λίμνη) μέσω της πόλης Tsetserleg , μιας πολύχρωμης κεντρικής πόλης παζαριού. Η επίσκεψη στη κεντρική αγορά και ιδιαίτερα στα σφαγεία-κρεοπωλεία είναι συναρπαστική. Ανάμεσα στους ηφαιστειακούς κρατήρες, τις κοιλάδες με την απλωμένη λάβα, ξεπροβάλει η «μεγάλη λευκή λίμνη». Σύμφωνα με τους θρύλους της περιοχής, ένα ζευγάρι γερόντων ξέχασε να κλείσει το καπάκι ενός πηγαδιού, αφού τράβηξε νερό. Η κοιλάδα πλημμύρησε και χρειάστηκε ένα τοπικός ήρωας να χτυπήσει με το βέλος του τη κορυφή του γειτονικού βουνού. Ο χωμάτινος όγκος έπεσε στο στόμιο του πηγαδιού, το έκλεισε και σχημάτισε το νησάκι που βρίσκεται στη μέση της λίμνης. Η παραλίμνια κατασκήνωσή μας, ένας παράδεισος. Μπάνιο στη λίμνη για τους τολμηρούς ή μάλλον για τους ποικιλόθερμους !

Την επόμενη μέρα η ανάβαση στο κρατήρα του ηφαίστειου Khorgoo και η πεζοπορία πίσω στη κατασκήνωση, ήταν απολαυστική. Σε μια ζεστή μέρα, ασκήσεις ισορροπίας πάνω στις σκληρές μύτες λάβας σε …αξιοπρεπή απόσταση! Αργά το απόγευμα, η πεζοπορία στα γύρω βουνά, μας έδωσε την ευκαιρία να ρεμβάσουμε τη λίμνη από διάφορα σημεία. Το χώμα διάτρητο από τους πολυάριθμους κατοίκους της περιοχής, τις μαρμότες.

 

Στη πόλη Moron, διοικητικό κέντρο της επαρχίας Khovsgol, φθάσαμε το βράδυ της επόμενης μέρας, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι, περνώντας από φαράγγια, παλιές ξύλινες γέφυρες (με μεγάλη προσοχή), οικισμούς, λιβάδια με γιούρτες. Πόλη 36.000 κατοίκων, μακριά από άλλες, χτισμένη με τη βοήθεια των Σοβιετικών, δημόσια κτίρια στο ύφος που συναντούμε στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, των πρώην Σοβιέτ. Εδώ υπάρχει νοσοκομείο, μουσείο, θέατρο, μερικά σχολεία και μια μεγάλη ανοιχτή αγορά.

Τα ερείπια του μοναστηριού Morongiin Khuree που έχει ιδρυθεί  το 1809 βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Delgermoron. Όπως και τα άλλα Βουδιστικά μοναστήρια της χώρας, μέχρι την αρχή του 20ου αιώνα, είχε ένα αυξανόμενο πληθυσμό περίπου 1.300 μοναχών. Καταστράφηκε στις διώξεις του 1937. Ένα νέο μικρό μοναστήρι το Danzadarjaa Khiid χτίσθηκε στη δυτική άκρη της πόλης το 1990. Εχει 40 μοναχούς. Η πρωινή βόλτα εκεί ήταν ένα καλό εφόδιο, για την επόμενη διαδρομή προς τη λίμνη Khovsgol.

 

Η λίμνη στα βορειοδυτικά, ηλικίας (μόλις) δύο εκατομμυρίων χρόνων, κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία, στους πρόποδες των βουνών  Savan, βρίσκεται στα 1.645 μ. υψόμετρο, με 136 χλμ. κατά το διάμηκες και βάθος 262 μ., είναι η δεύτερη μεγάλη λίμνη γλυκού νερού στην Ασία και συγκοινωνεί με τη λίμνη Βαϊκάλη στη Ρωσική Σιβηρία. Το νερό της είναι πόσιμο χωρίς καμιά επεξεργασία. Ένας θαυμαστός βιότοπος με πολλά είδη πουλιών και θηλαστικών. Τα μεγάλα Σιβηριανά δάση taiga είναι εδώ! Ο άνεμος διαπερνώντας τα, ιδιαίτερα την ώρα του σούρουπου και της αυγής, αφήνει, μυστηριακές ηχητικές αρμονίες χιλιάδων αυλών, ή ίσως πολυφωνίες, ή ψαλμούς από Μονές μέσα στη γη. Αυτή η ευλάβεια της φύσης, εδω στη Μογγολική και δίπλα στην απέραντη Ρωσική Σιβηρία. Η κατασκήνωσή μας δίπλα στη λίμνη ειδυλλιακή. Η λίμνη παγώνει το χειμώνα. Το πάχος του πάγου είναι μεγάλο και τότε τα φορτηγά κόβουν δρόμο περνώντας πάνω της, κόντρα στους νομούς προστασίας της περιοχής. Κρεμασμένες ανάμεσα στα δέντρα οι πέρκες και οι πέστροφες, στεγνώνουν και μετά θα καπνιστούν από τους ντόπιους ψαράδες. Ένας βοσκός ταράνδων από τη φυλή Tsaatan, στη λίμνη με τους ταράνδους του.

Μια εξάωρη πεζοπορία, ανάβαση σε μια κοντινή κορυφή 2.000 μ., μας άπλωσε τη λίμνη μεγαλόπρεπη, μπροστά στα μάτια μας. Το βράδυ οργανώθηκαν στη κατασκήνωση παραδοσιακή μουσική και χοροί από ομάδες φοιτητών ωδείων από την Ulaan Baatar. Οι παραδοσιακοί χοροί που συνήθως συνοδεύονται  και από χορωδιακό τραγούδι αναπαριστάνουν συνήθως σκηνές από μάχες που έγιναν στο παρελθόν. Οι Μογγόλοι χρησιμοποιούν περισσότερο τα χέρια τους για να αποδώσουν χορευτικές σκηνές, γιατί εξαιτίας της πολλής ιππασίας ο κορμός και τα κάτω άκρα τους έχουν βαρύνει.

 

Στο ταξίδι προς τα νοτιοανατολικά το Erdenedalai, μοναστήρι χρισμένο στο τέλος του 18ου αιώνα, αφιερωμένο στην επέτειο της πρώτης επίσκεψης στη Μογγολία ενός Δαλάϊ Λάμα. Είναι από τα ελάχιστα μοναστήρια που γλύτωσε από τις εκκαθαρίσεις του 1937. Άνοιξε πάλι το 1990. Κατά τη διάρκεια της ακμής του φιλοξενούσε περίπου 500 μοναχούς.

 

Ανάμεσα στα πολλά των επόμενων λίγων ημερών ήταν η ανάβαση στο μικρό ηφαίστειο Tulga με τη μικρή λίμνη στο κρατήρα, στην επαρχία Bulgan, άλλα και η επίσκεψη στην αποκαλυπτική πόλη Erdenet. Εάν κάποιος θέλει να βρεθεί σε μια χαρακτηριστική πόλη της εποχής της Σοβιετικής Σιβηρίας, αξίζει ίσως να επισκεφτεί την Erdenet και όχι κάποια αντίστοιχη πόλη της σημερινής Ρωσικής Σιβηρίας. Η τρίτη μεγάλη πόλη της Μογγολίας, ανύπαρκτη στους χάρτες μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης με 87.000 κατοίκους σήμερα, κτίστηκε από τους Σοβιετικούς το 1974 πάνω στο μεγαλύτερο κοίτασμα χαλκού της χώρας και τέταρτο στο κόσμο. Τίποτα στη κέντρο της πόλης δεν έχει αλλάξει από τότε που το 50% των κατοίκων ήταν Ρώσοι. Τα δημόσια κτήρια και τα μνημεία του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, οι εργατικές πολυκατοικίες των ανθρώπων του ορυχείου μένουν εδώ απαράλλακτα και όλα έχουν ζωή. Η ανεπιθύμητη φθορά από τη «σκόνη του χρόνου» είναι ωστόσο κυρίαρχη, αφού δεν γίνεται καμιά σοβαρή προσπάθεια συντήρησης. Στα κτήρια χαραγμένες μένουν οι μορφές του Μαρξ και του Λένιν. Στη σημερινή δικομματική Δημοκρατία, το μεγαλύτερο κόμμα που διαδέχεται εναλλάξ την εξουσία με το άλλο το «Δημοκρατικό Κόμμα», είναι … το «Επαναστατικό Λαϊκό Κόμμα της Μογγολίας»!

 

Αποχαιρετώντας μετά από 19 ημέρες τη χώρα, γυρίζουμε με περισσότερα ερωτηματικά σε μια όμως καθαρότερα σχηματοποιημένη εικόνα. Δοκιμάσαμε τον εαυτό μας μέσα από τη συμμετοχή μας στην ομάδα, την ισορροπία και δράση μας στη φύση μιας μακρινής χώρας, σε διαφορετικές  κλιματολογικές συνθήκες, στη προσπάθεια αντίληψης των κοινωνικών – ιστορικών – λαογραφικών χαρακτηριστικών της, από αυτά που αντιληφθήκαμε και που διαβάσαμε. Διαπιστώνουμε άλλη μια φορά πόσο διαφορετική η πραγματικότητα είναι όταν πάμε σε αυτή, από εκείνη τη θολή εικόνα που είχαμε  προηγούμενα.

 

Ηλίας Κονταξής

 

Αφήστε μια απάντηση