30 Απριλίου 2025

Ρίχνοντας φως στην ιστορία του τελευταίου πληθυσμού ελαφιών στην Ελλάδα

Ρίχνοντας φως στην ιστορία του τελευταίου πληθυσμού ελαφιών στην Ελλάδα

 

Η γενετική, έχει εξελιχθεί σε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των επιστημόνων και οι αναλύσεις DNA δείχνουν επανειλημμένα ότι το DNA λέει την «αλήθεια» εκεί που άλλοι ερευνητικοί τρόποι δεν έχουν καταφέρει να δώσουν απαντήσεις. Έτσι, στα πλαίσια της διαχείρισης και της Προστασίας της Ελληνικής πανίδας, το εργαστήριο Γενετικού Ελέγχου, DNA Ταυτοποίησης και Διαχείρισης Πληθυσμών Ζωικών Ειδών του Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ με διευθυντή τον Επίκουρο καθηγητή Αλέξανδρο Τριανταφυλλίδη, συνεχίζει να συμβάλλει εδώ και 35 χρόνια στην καταγραφή της βιοποικιλότητας μιας σειράς ζωικών ειδών. Η εξελικτική ιστορία των Ελληνικών ειδών αποτελεί θέμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας (γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας) καθώς και το γεγονός ότι η Βαλκανική χερσόνησος αποτέλεσε καταφύγιο για τα είδη κατά τις παγετωνικές περιόδους της Παλαιολιθικής εποχής. Η ερευνητική εργασία μέχρι τώρα σε είδη όπως ο Αγριόχοιρος της Ελλάδας, η Αρκούδα της Καστοριάς, οι Λαγοί και τα Κουνάβια της Ελλάδας (σε συνεργασία με άλλους ερευνητές και οργανώσεις όπως ΚΟΣΕ, Καλλιστώ, Σχολή Δασολογίας ΑΠΘ) αποκαλύπτει τη γενετική ιδιαιτερότητα ακόμα και τοπικών πληθυσμών.

Στα πλαίσια αυτής της καταγραφής της  βιοποικιλότητας των Ελληνικής πανίδας πραγματοποιήθηκε και ανάλυση του τελευταίου πληθυσμού ελαφιών στον Ελλαδικό χώρο. Το κόκκινο ελάφι (Cervuselaphus) αποτελούσε μέρος της ελληνικής πανίδας εδώ και αιώνες μια και αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούν την παρουσία του στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα ήδη από την τελευταία παγετώδη περίοδο. Η δραστική όμως μείωση των πληθυσμών του τον τελευταίο αιώνα, είχε σαν αποτέλεσμα να εξαφανιστεί σχεδόν από όλη την Ελλάδα και να υπάρχει πια μόνο ένας ακμαίος πληθυσμός στην περιοχή της Πάρνηθας. Ο πληθυσμός αυτός εξαιτίας του κυνηγιού και των πυρκαγιών έχει υποστεί μεταβολή στο μέγεθος του και για αυτό έχει ενισχυθεί στο παρελθόν με εισαγωγές ατόμων που γίνανε πιθανόν από τα Βαλκάνια (1950-1960) αλλά και από την Δανία ή τη Γερμανία από το Βασιλιά Γεώργιο Α’ (1908-1913).

Σκοπός λοιπόν της παρούσας εργασίας ήταν να δούμε α) αν υπάρχουν ακόμα απομεινάρια του αυτόχθονου πληθυσμού που επιβίωσε μετά το πέρας της τελευταίας παγετώδης περιόδου, β) αν ο ενδημικός πληθυσμός έχει εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από τα εισαγόμενα άτομα καθώς και γ) την επίπτωση που έχουν οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες στη δομή του σημερινού πληθυσμού. Χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες DNA μέθοδοι και επίσης έγινε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι στην Πάρνηθα υπάρχουν δύο πιθανοί υποπληθυσμοί (Εικόνα 1): α) ένας πολυπληθής πληθυσμός που δεν έχει εντοπιστεί ξανά στην Ευρώπη  και αποτελεί απομεινάρι του αυτόχθονου Ελληνικού πληθυσμού και β) ένας άλλος μικρότερος πληθυσμός που αποτελείται από άτομα που εισήχθησαν στο παρελθόν από τα Βαλκάνια και δεν έχουν αναμειχθεί πλήρως με τα ενδημικά άτομα πιθανώς λόγω διαφορετικής αναπαραγωγικής συμπεριφοράς ή ικανότητας μετακίνησης. Παρά τη δραστική μεταβολή στο μέγεθος, ο σημερινός πληθυσμός στην Πάρνηθα είναι εύρωστος και διατηρεί ικανοποιητικά επίπεδα ποικιλομορφίας που σημαίνει ότι φαίνεται να μην κινδυνεύει με γενετική κατάπτωση στο εγγύς μέλλον.

Τα αποτελέσματα του ελαφιού υποστηρίζουν την ιδιαιτερότητα του Ελλαδικού χώρου που αποτέλεσε πιθανό υποκαταφύγιο μέσα στα Βαλκάνια κατά την Παγετώδη περίοδο. Αρκετά ζωικά είδη κατάφεραν να επιβιώσουν και να μην αναμιχθούν με τους υπόλοιπους Βαλκανικούς πληθυσμούς (κυρίως οι πληθυσμοί που βρίσκονται στην κεντρική και Νότια Ελλάδα) συμβάλλοντας έτσι στην ιδιαίτερη βιοποικιλότητα της χώρας. Ο ενδημικός πληθυσμός ελαφιών παρά τους συνεχείς εμπλουτισμούς κατάφερε να διατηρηθεί μέχρι σήμερα ακμαίος.

Η ύπαρξη λοιπόν του αυτόχθονου πληθυσμού στην Περιοχή της Πάρνηθας τονίζει την ανάγκη σωστών διαχειριστικών  πρακτικών. Τα προγράμματα διαχείρισης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη γενετική σύσταση των ατόμων πριν γίνει οποιοδήποτε πρόγραμμα εμπλουτισμού στην ίδια ή άλλες περιοχές έτσι ώστε να προστατευτεί το ενδημικό γενετικό απόθεμα.

 

Στην παραπάνω εργασία συνέβαλαν: Νικολέτα Καραΐσκου, Αλέξανδρος Τσακογιάννης, Κωνσταντίνος Γκαγκαβούζης, Φορέας Διαχείρισης Πάρνηθας, Σύλβια Πάπικα, Παναγιώτης Λατσούδης, Ιωάννης Καβακίωτης, Ιωάννης Παντής, Θεόδωρος Αμπατζόπουλος, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης.

Στοιχεία επικοινωνίας: Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, Επίκουρος Καθηγητής Γενετικής Πληθυσμών Ζωικών ΟργανισμώνΤομέας Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ, 54124, Θεσσαλονίκη, Τηλ.: +30 2310 998545, fax.: +30 2310 998378

 
  Fig

 

 
   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εικόνα 1: Ομαδοποίηση ελληνικών ελαφιών σε σχέση με τα Ευρωπαϊκά. Η ομάδα Α περιλαμβάνει ελάφια που εντοπίζονται στην Δυτική Ευρώπη, η ομάδα Β στην Μεσόγειο (Σαρδηνία και Αφρική) και η Ομάδα C στην Ανατολική Ευρώπη. Τα ελληνικά ελάφια ομαδοποιούνται στον Ανατολικό κλάδο (ρόζ κύκλοι). Συγκεκριμένα, τα ελληνικά ελάφια δημιουργούν δύο υποομάδες: η ομάδα I  που περιλαμβάνει ελάφια που δεν έχουν βρεθεί ξανά στην Ευρώπη και η ομάδα II που περιλαμβάνει ελάφια που έχουν εντοπιστεί ξανά στα Βαλκάνια.

Αφήστε μια απάντηση