ΛΑΣΗΘΙΩΤΙΚΑ ΒΟΥΝΑ ΜΑΙΟΣ 2010
Ένα ιερό προσκύνημα, το εκκλησάκι του Αγ, Πνεύματος,
στον Μικρό Αφέντη, στα Λασηθιώτικα βουνά, γεννέθλιο τόπο
της προέδρου μας κ. Πόπης Δηλαβεράκη και ένας διακαής και
ανεκπλήρωτος πόθος της, από τα παιδικά της χρόνια, να πάει στο
πανηγύρι του χωριού της, στάθηκε η αφορμή να οργανωθεί και να
υλοποιηθεί αυτή η 4ήμερη φανταστική εκδρομή του ΕΠΟΣ-ΦΥΛΗΣ
στα βουνά αυτά.
Και δεν ήταν μόνο ένα προσκύνημα, αλλά ένα 4ήμερο γεμάτο
με δράσεις, όπως πεζοπορίες, ορειβασίες, καθαρισμό μονοπατιού,
κολύμπια, επισκέψεις και ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους
και μνημεία του τόπου. Eμπειρίες μοναδικές και ανεξίτηλες….
Και τούτο γιατί η Κρήτη είναι ένα νησί με ατέλειωτες ομορφιές,
με δαντελωτά ακρογιάλια, με βουνά κακοτράχαλα, ασβεστολιθικά,
όπου υπάρχουν σπήλαια, μεγάλα και μικρά, τα «σπηλιαράκια»,
όπως τα λένε εδώ και που ανάμεσά τους συναντάς πολλά όμορφα
και εντυπωσιακά φαράγγια, αλλά και με μια ιδιαιτερότητα στην
νοοτροπία των κατοίκων της, κυρίως όσον αφορά την φιλοξενία,
που δεν την συναντάς σε άλλα μέρη της πατρίδας μας η την
συναντάς σε μικρότερο βαθμό.
Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η Κρήτη
θεωρείται γενέθλιος τόπος του Κρηταγενούς Διός, του προστάτη της
φιλοξενίας, εξ’ ού και το επίθετό του, Ξένιος Δίας.
Ήμασταν μια πολυπληθής ομάδα, περί τα 64 άτομα, με
αρχηγούς, τον Ευκλείδη που τον συναντήσαμε στο Ηράκλειο, την
Πόπη και τον Γιώργο τον Μέτρο.
Και ας ξεκινήσουμε από το καλωσόρισμα στο λιμάνι του
Ηρακλείου, που ως συνήθως στην Κρήτη περιλαμβάνει το
κλασικό «ξεροτήγανο», «πακέτο» με μια σχετική μαντινάδα, την
παρακάτω:
Χίλια καλωσορίσατε, χίλια και δυo χιλιάδες
Το Μάη με τα λούλουδα και με τις πρασινάδες.
Τα ξεροτήγανα όμως δεν ήρθαν στην ώρα τους….εξ’ αιτίας
κάποιου κωλύματος…. Και τα φάγαμε στο δείπνο….Αυτό στάθηκε
αφορμή για συνεχή πειράγματα προς την Πόπη, ιδιαίτερα από
τον φίλο μας τον Αντώνη τον Κουκουλά , ο οποίος κάθε λίγο
και λιγάκι της έλεγε: «Τηγανόψωμα ακούμε και τηγανόψωμα
δεν βλέπουμε», «Τι θα γίνει, θα τα ειδούμε καμιά φορά αυτά τα
τηγανόψωμα» και επέμενε να τα λέει τηγανόψωμα, σε πείσμα
όλων, που κάθε φορά φωνάζαμε «ξεροτήγανα» είπαμε τα λένε,
όχι τηγανόψωμα. «Δεν πειράζει» είπε ο Αντώνης « εγώ θα τα λέω
τηγανόψωμα και εσείς θα εννοείτε ξεροτήγανα. Εμένα έτσι μου
αρέσει να τα λέω» και έτσι σταμάτησε η διαμάχη….
Στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε με το λεωφορείο προς το
χωριό Φουρνή, απ΄ όπου ξεκινάει το μονοπάτι που καθαρίσαμε
και το οποίο σε βγάζει στην Πλάκα, στον οικισμό απέναντι από την
Σπιναλόγκα.
Καθ’ οδόν ο Ευκλείδης έκανε από μικροφώνου… μια
αναδρομή της ιστορίας της Κρήτης, απ’ όπου πέρασαν κατά
καιρούς διάφοροι κατακτητές, γνωστοί και μη εξαιρετέοι….όπως οι
Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Ενετοί, οι οποίοι κτίσανε στο
νησί εκπληκτικά κάστρα, που τα βλέπουμε και σήμερα και τελευταίοι
οι Τούρκοι.
Ο Ευκλείδης απεδείχθει όχι μόνο καλός ξεναγός αλλά και
άριστος οικοδεσπότης και μαζί με την Πόπη μας εξέπληξαν με την
απαράμιλλη φιλοξενία τους….Έκαναν τα καλύτερα ….και τους
ευχαριστούμε θερμά.
Το μονοπάτι που καθαρίσαμε, μήκους περίπου 5 χιλ. είναι «το
μονοπάτι του πόνου», το μονοπάτι που περπάτησαν και το έβρεξαν
με τα δάκρυά τους, όλοι οι λεπροί της Κρήτης και της άλλης
Ελλάδας, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Σπιναλόγκα
για τον περιορισμό της μετάδοσης της νόσου.
Στην Σπιναλόγκα λειτούργησε λεπροκομείο, στο Βενετσιάνικο
κάστρο, από το 1904 ως το 1957 που έκλεισε , με την εμφάνιση των
αντιβιοτικών και την εξάλειψη της νόσου. Ο οικισμός δε της Πλάκας
αναπτύχθηκε εξ’ αιτίας του λεπροκομείου και από τους κατοίκους
των γύρω περιοχών, που δούλευαν σε αυτό.
Σήμερα είναι πολύ τουριστική περιοχή, με ωραιότατη
βοτσαλωτή
παραλία
και
τερατώδεις….
ξενοδοχειακές
εγκαταστάσεις.
Στον
καθαρισμό
του
μονοπατιού
δούλεψαν
πολύ
οι
ψαλίδες και τα πριόνια και λιγότερο οι τσάπες και ελάχιστα
οι «πετράδες»δηλαδή αυτοί που απομακρύνουν τις πέτρες και τις
κοτρόνες από τα μονοπάτια κατά τον καθαρισμό.
Μόνο σε κάποια στιγμή είδαμε τον Νίκο τον Σφακιωτάκη, σε
στάση…Σίσυφου….να έχει κυλίσει ένα βράχο και ο βοηθός του,
να προσπαθεί να βάλλει ένα υπομόχλιο από κάτω…..Μου θύμισε
τα μυρμηγκάκια που παρατηρούσα στα παιδικά μου χρόνια, να
κυλάνε κάτι τεράστια κομμάτια σβουνιάς η ψωμιού, δηλαδή φορτία
δυσανάλογα του βάρους των και του όγκου των και απορούσα….
Σίσυφε
τι
κάνεις
εκεί,
θα
ξεμεσιαστείς!»του
«Βρε
φώναξα ,αλλά εκείνος απτόητος, μέχρι που τα κατάφερε…και μετά
που πιάσαμε την κουβέντα, μου εξήγησε ότι ο άνθρωπος μπορεί
να σηκώσει τεράστια φορτία, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές.
Πολιτικός μηχανικός είναι ο άνθρωπος…ξέρει από τέτοια κόλπα…
Το μεσημέρι γευματίσαμε στο hotel Marmin Bay, όπου
και διανυκτερεύσαμε. Όσο για το γεύμα το βρήκα φτωχό… και
πρόχειρο…τυποποιημένες ψαροκροκέτες με ρύζι η μακαρόνια,
σάλτσα ετοιματζίδικη ketch up…
Προσωπικά θα εκτιμούσα δεόντως να είχε μια σκέτη
μακαρονάδα, περιχυμένη με λίγo λαδάκι κρητικό και από
πάνω μπόλικη τριμμένη ντόπια μυτζήθρα και ένα «τάκο»
(κριθαροκουλούρα με τριμμένη ντομάτα, ανθότυρο, λάδι και ρίγανη)
η το ρυζάκι με λίγο βουτυράκι, να μοσχοβολάει ο τόπος, με γιαούρτι
η και χωρίς. Τι καλύτερο απ’ αυτά ? Και θα βοηθούσαν με αυτό τον
τρόπο αφ’ ενός την τοπική κοινωνία που παράγει αυτά τα προϊόντα
και αφ’ ετέρου θα προσέφεραν στους πελάτες τους κάτι εξαιρετικό,
που θα είχαν να το λένε, ότι το τάδε hotel έχει και εξαιρετικά τοπικά
εδέσματα. Και δεν πιστεύω ότι αυτά τα εδέσματα θα κόστιζαν
ακριβότερα από αυτές τις σαχλαμάρες που φάγαμε…
Βλέπετε ο Ξένιος Δίας, δεν έχει πια πιστούς οπαδούς η
fan, όπως τους λένε σήμερα, στις πολύ τουριστικές περιοχές της
Κρήτης και της υπόλοιπης Ελλάδας φυσικά και απογοητευμένος
και
θυμωμένος…αποσύρθηκε…στα
ενδότερα
και
ορεινότερα
σημεία.. όπου ακόμα τον τιμούν και τον λατρεύουν δεόντως….Εκεί
όπου το εύκολο κέρδος και η πλεονεξία, δεν έχει αλλοτριώσει τον
άνθρωπο…
Μετά
το
γεύμα
επισκεφτήκαμε
με
το
καραβάκι
την
Σπιναλόγκα, όπου θαυμάσαμε το εκπληκτικό και καλοδιατηρημένο
Βενετσιάνικο κάστρο και τον ερειπωμένο τούρκικο οικισμό, όπου
έμεναν οι λεπροί. Ιδιαίτερη αίσθηση μου έκανε το «χωνευτήρι»
του νεκροταφείου, στον προμαχώνα «Donato», όπου είδαμε οστά
και κρανία διάσπαρτα, στο έλεος….των καιρικών συνθηκών…Στο
νησί είδαμε επίσης και τρεις εκκλησίες, της Αγ. Βαρβάρας, του Αγ.
Παντελεήμονος και του Αγ. Γεωργίου.
Αργά
το
απόγευμα
επισκεφτήκαμε
και
ξεναγηθήκαμε
από τον Ευκλείδη στο παλιό χωριό της Φουρνής, όπου είδαμε
παλιά σπίτια με τοξωτές βενετσιάνικες αυλόπορτες, «στεγάδια»
ερειπωμένα(στοές που από πάνω τους είναι σπίτια) και αυλές με
πολλά λουλούδια.
Στην συνέχεια ακολούθησε δείπνο στο παλιό σχολείο και νύν
πολιτιστικό κέντρο, με τοπικά εδέσματα, φτιαγμένα από τα χεράκια
μιας φουρνιώτισσας….και που ήταν όλα καλομαγειρεμένα…
Το μενού περιελάμβανε χόρτα γιαχνιστά (βλήτα, μελιτζάνες,
κολοκυθάκια), χοχλιούς με πληγούρι εξαιρετικό…ντολμαδάκια
πεντανόστιμα, σουβλάκια, πανσέτες, άφθονο κρασί και ατέλειωτες
ρακές….
Αφού αποφάγαμε, κάποιος σκάρωσε μια ευχαριστήρια
μαντινάδα και την απήγγειλε εκ μέρους όλων μας, την οποία και
παραθέτω:
Πάντα μεγάλη η προσφορά, η του ΕΠΟΣ-ΦΥΛΗΣ
Μα είναι μεγαλύτερη, του Ευκλείδη τση Φουρνής.
Ο
Ευκλείδης
ανταπέδωσε
με
μια
μαντινάδα,
με
ερωτικό….υπονοούμενο, την παρακάτω:
Σαν την σουπιά κυκλοφορείς, στσης βάρκας μου την κόγχη
Και μια φορά από τσι πολλές, θα πέσεις στην απόχη.
Μετά απ’ αυτό πολλοί επιδόθηκαν στην εκπόνηση και
συγγραφή μαντινάδων, που τις έγραφαν σε χαρτοπετσέτες
παρακαλώ, μιας και ήμασταν σε τραπέζι….Θυμάμαι δυο, και τις
γράφω και αυτές, κατά την γνώμη μου αξιόλογες:
Δεν έχω να σου ειπώ πολλά, μονάχα δυο αράδες
Με όπλα και με μπαλωτιές, νάχουν δουλειά οι παππάδες…
Ν. Σφακιωτάκης
Λεβεντομάννα Πόπη μας και Γιώργη απ’τον Ψηλορείτη
Να σας έχει ο Θεός καλά και να μας φέρνετε στην Κρήτη.
Αγνώστου… συγγραφέως (συλλογική δουλειά μελών του
ΕΠΟΣ.. υποθέτω)
Μετά την επιστροφή μας στο ξενοδοχείο, πολλοί ξενύχτησαν
στο μπάρ της πισίνας, ακούγοντας μουσική και χορεύοντας, μα
οι περισσότεροι πέσαμε για ύπνο….καθώς η μέρα μας παραήταν
γεμάτη….δεν σταθήκαμε ούτε λεπτό…
Την άλλη μέρα προωθηθήκαμε με το λεωφορείο, στο χωριό
Μέσα Ποτάμοι, απ’ όπου ξεκινήσαμε την ανάβαση στην κορυφή
Σελένα (1588 μ.), όλοι μαζί, πεζοπόροι και ορειβάτες. Το όνομα της
κορυφής παραπέμπει στη λέξη Σελήνη, με μετατροπή του η σε ε,
πράγμα που συμβαίνει συχνά στην γλώσσα μας….
Βέβαια απ’ ότι γνωρίζω, το η μετατρέπεται σε α και όχι
ε…αλλά και τι μας χαλάει…τι Σελάνα τι Σελένα…το ίδιο πράγμα
είναι…Έχουν και τα φωνήεντα….τις αναμετάξυ τους σχέσεις ως
φαίνεται…Προσωπικά πιο εύηχο… έτσι πιο φινετσάτο μου φαίνεται
το Σελένα….
Η ανάβαση ήταν σχετικά εύκολη, παρά το κακοτράχαλο
σχεδόν όλων των βουνών της Κρήτης, είχε μονοπάτι σημαδεμένο
και είχε και συννεφιά που μας διευκόλυνε.
Μετά την κατάβασή μας από την Σελένα στο οροπέδιο
Λασηθίου, κάναμε μια μεγάλη στάση για αναψυχή…στη σκιά ενός
τεράστιου δέντρου, σε μικρή σχετικά απόσταση από το εκκλησάκι
της Αγ.Αριάδνης…Πρώτη φορά άκουσα….γι’ αυτήν την αγία,
η οποία γιορτάζει στις 18 Σεπτεμβρίου, κατά τα λεγόμενα μιας
κρητικιάς συνορειβάτισσας που ήταν μαζί μας.
Στην
συνέχεια,
οι
ορειβάτες
ανεβήκαμε
στην
κορφή
Καρφί, όνομα και πράγμα στην κυριολεξία, ιδιαίτερα όταν την
βλέπεις ανεβαίνοντας με το λεωφορείο από το Ηράκλειο, πολύ
απόκρημνη και εντυπωσιακή τοποθεσία, φυσικό οχυρό, όπου
υπάρχουν ερείπια μινωικού οικισμού. Κατηφορίζοντας προς τον
ασφαλτοστρωμένο δρόμο, συναντήσαμε μια παλιά, ίσως και αρχαία
βρύση, με αρχαϊκή επιγραφή, γραμμένη….από τους Άγγλους
που έκαναν τις ανασκαφές στον μινωικό οικισμό. Την Βρύση την
έλεγαν «Βιτζηλόβρυση». «Βιτζήλα», μας είπε ο κρητικός συνοδός
μας, Λεωνίδας Κλώντζας, από τον Κριτζά, ότι είναι ένα είδος αετού.
Πιθανόν στην περιοχή να υπήρχαν η και να υπάρχουν και σήμερα
αετοί….
Συνεχίζοντας την κατάβασή μας, πέσαμε σε ένα καινούριο
μαγαζί, το «Homo sapiens» όπου υπήρχαν, ένα σύμπλεγμα
ανεμόμυλων,
ένα
αιολικό
πάρκο
δηλαδή,
για
παραγωγή
ενέργειας και πολλά αξιόλογα γλυπτά στην αυλή του. Το μαγαζί
διέθετε ελάχιστα πράγματα και ήταν πανάκριβο….Ήταν όμως
πολυτελέστατο και με γούστο….
Απολαύσαμε τον καφέ μας στο μπαλκόνι του, θαυμάζοντας
την από κάτω μας κατάφυτη με ελιές πεδιάδα του Καστελίου ως το
Ηράκλειο και τα καλαίσθητα και περίεργα γλυπτά της αυλής του….
Από εδώ μας παρέλαβε το πούλμαν και μας μετέφερε στο
πανέμορφο χωριό Κράσι, με το τεράστιο βενετσιάνικο υδραγωγείο
και την καταπληκτική πλατεία, όπου δεσπόζει ένας θεόρατος
χιλιετής, όπως άκουσα, πλάτανος. Στη σκιά αυτού του μνημειώδους
πλατάνου, καθίσαμε και ήπιαμε πάλι ρακές με τα γνωστά μας
πλέον τοπικά εδέσματα, όπως τα πιτάκια, τυράκια, παξιμαδάκια και
χοχλιούς μπουμπουριστούς παρακαλώ αυτή τη φορά…..
Εδώ σύχναζε και ο μεγάλος μας κρητικός συγγραφέας Νίκος
Καζαντζάκης με την πρώτη του γυναίκα, την Γαλάτεια Καζαντζάκη
και την παρέα του. Μάλιστα σε μια κόγχη του υδραγωγείου,
είδαμε πλακίδια εντοιχισμένα με φωτογραφίες του ίδίου και των
φίλων του, Κώστα Βάρναλη και Ανδρέα Βέη, τιμής ένεκεν….Η
δε Γαλάτεια και η αδελφή της Έλλη Αλεξίου κατάγονταν από το
διπλανό χωριό Κερά, που το προσπεράσαμε ερχόμενοι στο Κράσι.
Ως φαίνεται το Κράσι ήταν δημοφιλές θέρετρο από την
περίοδο της βενετοκρατίας, για να φτιάξουν εκεί οι βενετοί ένα τόσο
μεγάλο και ως εκ τούτου πολυδάπανο έργο.
Από τις πηγές αυτές υδρεύονταν και η μινωική πόλη Λύττος,
με πέτρινο υδραγωγό, μήκους 14 χιλ., τμήμα του οποίου είδαμε,
στη θέση Μετόχι, κατηφορίζοντας προς το χωριό της Πόπης,
την Κασταμονίτσα. Η μινωική Λύττος η Λύκτος, ήταν κτισμένη σε
υψώματα, σε μια πολύ εύφορη και στρατηγική θέση, απ’ όπου
ήλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους και προς βορρά, στο Αιγαίο και
προς νότο, στο Λιβυκό πέλαγος και είχε επίνειό της την Χερσόνησο.
Στην συνέχεια βγήκαμε πάλι στο οροπέδιο και αφού
φορτώσαμε τα τσυμπράγκαλά μας, που δεν ήταν και λίγα, πήραμε
το χωματόδρομο, μήκους 7 χιλ. που θα μας έβγαζε στη θέση Καράς-
Πηγάδι, όπου θα κατασκηνώναμε και θα δειπνούσαμε, στην μάνδρα
του Σηφογιάννη από την Κασταμονίτσα.
Ανηφορίζοντας και στο μέσον περίπου της διαδρομής
και στο σημείο απ’ όπου περνούσε το μινωικό και αργότερα το
καλοφτιαγμένο λιθόστρωτο μονοπάτι που συνέδεε την Κνωσό και
το Ηράκλειο με το οροπέδιο, κάναμε μια στάση στου Τσούλη το
μνήμα.
Ο Τσούλης ήταν γενίτσαρος, που είχε κάνει πολλά κακά
στο τόπο και τον σκοτώσανε στο σημείο αυτό το 1817.Γύρω απ’ το
μνήμα υπήρχε σωρός από πέτρες, καθώς η επιτύμβια επιγραφή
προέτρεπε τους χριστιανούς που θα περνούσαν από εκεί, να ρίξουν
τον λίθο του αναθέματος στο μνήμα.
Στην μάνδρα του Σηφογιάννη φθάσαμε λίγο πριν βασιλέψει
ο ήλιος και ίσα που προλάβαμε να στήσουμε τις σκηνές.
Ο τόπος εδώ πανέμορφος….είχε τεράστια πρινόδενδρα
εδώ και εκεί και δυο μεγάλες καρυδιές μπροστά από το πέτρινο
και φρεσκοασβεστωμένο σπιτάκι-μανδρί. Κάτω δε από τα δένδρα
υπήρχαν πλατώματα, όπου στήσαμε τις σκηνές.
Παραπέρα από το μαντρί υπήρχε ένα ρηχό πέτρινο πηγάδι,
που στην αρχή το πέρασα για πολυβολείο….καθώς είδα ένα
στρογγυλό σκεπασμένο πέτρινο κτίσμα με άνοιγμα στο πλάι….Το
όνομά του, το πήρε από τις καρυδιές- καρυές που υπάρχουν
τριγύρω. (Καρυάς- Καράς- Πηγάδι).
Στην
μάντρα
εκτός
από
την
οικογένεια
Σηφογιάννη
ήταν και μια ξαδέλφη της Πόπης με τα δυο κορίτσια της που
βοήθησαν στην Παρασκευή και στο σερβίρισμα των εδεσμάτων.
Σε ένα πλάτωμα, μπροστά από το σπιτάκι, είχαν στρώσει
τραπέζια με πάγκους και εδώ δειπνήσαμε, τρώγοντας τα
πιο εκλεκτά φαγητά και μεζελίκια του τόπου, όπως η στάκα,
το ανθότυρο , η κρητικιά γραβιέρα, τα μυζηθροπιτάκια που
μοσχομύριζαν δυόσμο και το ασύγκριτο βραστό κατσίκι με
μακαρόνια. Ήπιαμε δε τόσες ρακές και κρασιά που ήρθαμε στα
κέφια μας και το ρίξαμε στο τραγούδι….καθώς τα πνεύματα…του
οίνου…φέρνουν ευφορία…στον άνθρωπο και τον κάνουν πιο
εκδηλωτικό…πιο διαχυτικό….
Ξεκινήσαμε δε με το τροπάριο της γιορτής του Αγ. Πνεύματος,
που ήταν επίκαιρο… με προτροπή του Ευκλείδη και κλείσαμε την
πολύωρη ευωχία πάλι με το ίδιο, κατά τις δυο η ώρα περίπου.
Εν τω μεταξύ είπαμε ατέλειωτα τραγούδια, από παραδοσιακά,
λαϊκά, ρεμπέτικα, έως Θεοδωράκη , Χατζηδάκη, καντάδες έως και
τον «ρεβιζιονιστή» που τον τραγούδησε εκπληκτικά ο Χρήστος.
Κάποια στιγμή ένας από τους γιούς του Σηφογιάννη έφερε το
αγροτικό κοντά στο μαντρί και μας έβαλε κρητικά στο κασετόφωνο
και χορέψαμε. Και εδώ στο χορό συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός
που θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες…Εκεί που χόρευα
τον χανιώτικο και ήμουν στα «χάι» μου, στην νεοελληνική….ξαφνικά
βλέπω μια αντρική φιγούρα να έρχεται κατ’ επάνω μου με φόρα.
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα, ούτε να αντιδράσω και σε
δευτερόλεπτα βρεθήκαμε στο χώμα, ο ένας πάνω στον άλλο….Ο
νέος, κατά κοινή ομολογία όλων των παρισταμένων ήταν τύφλα στο
μεθύσι και όταν τον φώναξε ο πατέρας του να έλθει να χορέψει, δεν
κατάλαβε ότι ήταν στο πλατύσκαλο και από εκεί όρμισε με φόρα
στο χορό, με αποτέλεσμα το παραπάνω τραγελαφικό….συμβάν.
Ευτυχώς που την γλύτωσα μόνο με μώλωπες στα οπίσθιά
μου….Στουμπίστηκα στην κυριολεξία… Και δεν φτάνει αυτό, που
πονούσε όλο το κορμί μου, είχα από πάνω και τη φίλη Φωτεινή να
μου κολλάει… και να ζηλεύει….την καλή μου τύχη….να πέσει στην
αγκαλιά μου ένα τζόβενο…καθώς ο δράστης…ήταν
ένα νεαρό
ομορφόπαιδο…το οποίο όμως ήταν σκνίπα απ’ το μεθύσι…Τέλος
πάντων ,αφού φύλαξε ο Θεός και δεν βρέθηκα στο νοσοκομείο
με κανένα κάταγμα ισχίου ….πάλι καλά…. Δόξα τω Θεώ. Αφού
μας σήκωσαν και μας προσέφεραν …τις πρώτες…βοήθειες,
συνήλθαμε εγώ δηλαδή γιατί εκείνος συνήλθε….την άλλη μέρα…και
συνεχίσαμε το χορό και το τραγούδι μέχρι τις τρεις η ώρα τα
μεσάνυχτα…
Την άλλη μέρα το πρωί σηκωθήκαμε κατά τις εφτά η ώρα και
αφού πήραμε το πρωινό μας, στην τράπεζα…της μάντρας…όπου
μας περίμεναν δυο τεράστιες κατσαρόλες γάλα κατσικίσιο και
ανθότυρο με παξιμάδι σταρένιο απ’ τα χεράκια της Σηφογιάννενας,
ανηφορίσαμε κατά τον Μικρό Αφέντη, όπου και το εκκλησάκι του
Αγ. Πνεύματος που γιόρταζε.
Η πορεία ήταν πολύ ανηφορική και κακοτράχαλη…αλλά
πανέμορφη, καθώς ο θεός φρόντισε να την στολίσει με πυκνό
πρινοδάσος στα χαμηλότερα, με δυο οροπέδια σαν σκαλούνια…και
με περίτεχνα εντυπωσιακά βράχια, σμιλεμένα από τα χιόνια, τους
πάγους και τους αέρηδες.
Μετά από πορεία μιάμισης ώρας περίπου, φθάσαμε
επιτέλους στην κορυφή, .όπου το εκκλησάκι ούτε καν που
φαινότανε…μπροστά σε μια κεραία κινητής τηλεφωνίας, που την
τροφοδοτούσε ένα τερατούργημα….από φωτοβολταικά…Η κεραία
αυτή χάλασε όλη τη μαγεία της κορυφής…
Το εκκλησάκι ένα μικρό και απέριττο πέτρινο κτίσμα, που
χωρούσε περί τους δέκα ανθρώπους όλους κι’ όλους, μαζί με τους
παπάδες…Οι παπάδες ήταν τρεις, καθώς το πανηγύρι το κάνουν
τρία παρακείμενα χωριά και ίσα-ίσα που χωρούσανε στο ιερό…
Μετά τη θεία Λειτουργία, έγινε στην αυλή η αρτοκλασία.
Είχε αρκετό κόσμο και οι προσφερόμενοι άρτοι αμέτρητοι…Εκτός
από
άρτους
όμως
είχαν
φέρει
και
τσικουδιές
με
τα
γνωστά…μεζεδάκια…μέχρι αγκινάρες που τις καθαρίζανε επιτόπου
αριστοτεχνικά και με λεμόνι και αλατάκι, ήταν ο καλύτερος μεζές…
Αφού αποφάγαμε και τελειώσαμε με τις ρακές και τους
άρτους, πήραμε το δρόμο της επιστροφής στη μάντρα του
Σηφογιάννη, όπου εκεί μας περίμεναν και άλλες ρακές και ανθότυρα
άρτι φτιαγμένα…Δεν παίζονται οι άνθρωποι…
Επίσης καθ’ οδόν, στο πρώτο οροπέδιο, συναντήσαμε ένα
όμορφο παλικάρι, που είχε απλώσει τα κεράσματα(παξιμάδια
και γραβιέρα),σ’ έναν τεράστιο κορμό δέντρου ξαπλωμένου κατά
γης και κρατώντας μια καράφα με ρακί στη χέρα, προσκαλούσε
τους προσκυνητές να κοπιάσουν…για το κέρασμα. «Κοπιάστε
επαέ παιδιά, γιορτάζουμε σήμερο».Υπήρχε δε εκεί ένα μεγάλο
πρινόδεντρο, όπου καθίσαμε στη σκιά του και απολαύσαμε τα
κεράσματα και την κουβέντα με τον λαλίστατο κρητικό με την
χαρακτηριστική ντοπιολαλιά.
Όταν φτάσαμε στο μαντρί, μετά από τρεις ώρες περίπου,
μαζέψαμε τις σκηνές, τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και
τα
φορτώσαμε
στα
αγροτικά.
Και
αφού
αποχαιρετίσαμε
τους οικοδεσπότες για την Αβραμιαία φιλοξενία, πήραμε το
χωματόδρομο για του Τσούλη το μνήμα.
Από εκεί πήραμε το αριστοτεχνικά φτιαγμένο λιθόστρωτο
μονοπάτι, που ήταν φτιαγμένο επάνω σε μινωικό μονοπάτι, που
συνέδεε την Κνωσό με το οροπέδιο. Και κατά τις τέσσερεις η
ώρα περίπου ήμασταν στην Κασταμονίτσα, το χωριό της Πόπης.
Λίγο πιο έξω από το χωριό, στη θέση Μετόχι, είδαμε τα
υπολείμματα του τείχους, του υδραγωγού της αρχαίας πόλης
Λύττου.
Ακολούθησε γεύμα σε ταβέρνα του χωριού με εξαιρετικά
φαγητά, όπως χοιρινό με πατάτες σε ξυλόφουρνο, κατσίκι με
φασολάκια , ντολμαδάκια και κολοκυθοκορφάδες και μακαρόνια
χειροποίητα με μυτζήθρα.
Στην συνέχεια ακολούθησαν ψώνια, δηλαδή αγορά τυριών
και παξιμαδιών, από ντόπιους παραγωγούς και επίσκεψη στο σπίτι
της Πόπης.
Εδώ με εντυπωσίασε ο συνδυασμός φούρνου και τζακιού
(2σε 1 δηλαδή…)η πόρτα του φούρνου έβγαζε στο τζάκι, η τεράστια
σκαφίδα, όπου η μάννα της ζυμώνει το παξιμάδι και το όμορφο
λιακωτό με την κληματαριά, όπου κάθονταν τις καλές μέρες η
οικογένειά της και ατένιζε κατά την ανατολή τα ψηλά και γυμνά
βουνά του Μικρού Αφέντη.
Καθ’ οδόν προς το Ηράκλειο για να πάρουμε το καράβι της
επιστροφής, η Πόπη μας διηγήθηκε την πρώτη της απόπειρα να
ανεβεί στον Μικρό Αφέντη, στο εκκλησάκι του Αγ. Πνεύματος.
Θα ήταν περίπου εννιά χρονών, όταν κάποια μέρα που
έλειπαν οι γονείς της από το σπίτι, αποφάσισε να ανεβεί στο βουνό,
με την πρόφαση….ότι θα πήγαινε να μαζέψει ρίγανη… Πήρε λοιπόν
ένα καλαθάκι για την ρίγανη, πήρε απ’ το χέρι και την μικρότερη
αδελφή της την Βαγγελιώ, που ήταν τεσσάρων χρόνων και πήρε το
δρόμο για το βουνό, που της είχε υποδείξει κάποια άλλη χρονική
στιγμή η γιαγιά της. Ανέβαιναν λοιπόν στο βουνό και όλο ανέβαιναν
και θα είχαν περάσει κανα δυο ώρες περίπου όταν η αδελφή της
άρχισε να γκρινιάζει, θέλεις από κούραση, θέλεις από δίψα και
κούραση η και απ’ όλα μαζί και σιγά σιγά η γκρίνια…εξελίχθηκε
σε κλάμα και τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν….Τότε η
Πόπη που είδε τις ελπίδες της για την κορυφή να εξανεμίζονται,
δεν το βάζει κάτω….Της ρίχνει λοιπόν και δυο φούσκους…μπάς
και σταματήσει το κλάμα, αλλά αυτή αντί να σταματήσει, τώρα
έσκουζε….Κάποιοι βοσκοί που είχαν εκεί κοντά το μαντρί τους,
άκουσαν τα κλάματα και πήγαν και τις μάζεψαν και τις έφεραν στο
σπίτι. Στο σπίτι η Πόπη έφαγε και ένα «σουλτάν μερεμέτ»(ένα χέρι
ξύλο) από την μάννα της, για να μάθει άλλη φορά να μην κάνει
τέτοια….και για να μην ξεχνούμε ότι η Κασταμονίτσα ιδρύθηκε από
κατοίκους της Κασταμονής της Μικράς Ασίας…κατά τον 17ο αιώνα
περίπου.
Έτσι έληξε άδοξα αυτή η πρώτη απόπειρα- επιχείρηση της
Πόπης να ανεβεί στον Μικρό Αφέντη. Αυτή όμως η τελευταία,
εστέφθη από μεγάλη επιτυχία και η συμμετοχή μας στο πανηγύρι
του Αγ. Πνευμάτου, όπως το έλεγε μια φίλη μου κρητικιά από
τον Αγ. Γεώργιο Λασηθίου, η Σπανάκαινα, μας γέμισε χαρά και
ικανοποίηση όλους τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν και ιδιαίτερα την
Πόπη που της ξαναζωντάνεψε, παιδικούς πόθους και θύμησες
αλησμόνητες…