20 Απριλίου 2025

ΝΤΕΛΙΔΙΜΙ 5/6-6-2010

Από τα βουνά της πατρίδας μου, πρώτα απ’ όλα αγαπώ τον μυθικό Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα θεών του αρχαίου κόσμου και ύστερα τα Άγραφα.

Τούτο έχει να κάνει και με τον τόπο της γεννήσεώς μου, σ’ ένα χωριό, στα πρώτα υψίπεδα της οροσειράς των Αντιχασίων, που σαν χερσόνησος εισβάλλει στον θεσσαλικό κάμπο, μεταξύ Λαρίσης και Τρικάλων.

Έτσι τα πρώτα βουνά που αντίκρισα στα παιδικά μου χρόνια και μου προκαλούσαν δέος…ήταν ο Όλυμπος, ο Κίσσαβος η Όσσα και τα Άγραφα.

Ο Όλυμπος βέβαια είναι πολύ κοντά στο χωριό μου και δεσπόζει μεγαλοπρεπής στα βόρεια και είναι σημείο αναφοράς για τους κατοίκους του, καθώς από εκεί μας έρχεται ο ευεργετικός βοριάς, που εμείς τον λέμε «ολυμπίσιο».

 Επίσης ένα σωρό τραγούδια του τόπου μου αναφέρονται σ’ αυτά τα πανέμορφα βουνά, όπως το: «Βγήκα ψηλά στο Όλυμπο και αγνάντεψα τρογύρω», «Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος, τα δύο βουνά μαλώνουν»,και άλλα πολλά….Στο χωριό μου, όταν γεννιέται ένα παιδί, η πρώτη ευχή που του δίνεται από συγγενείς και φίλους, προσφέροντάς του ένα μεταλίκι, ένα κέρμα δηλαδή, για να είναι «σιδερένιο»,είναι η παρακάτω: «Να ζήσει ,να γεράσει , σαν τον Όλυμπο να γένει».

 Θυμάμαι επίσης και ένα κλέφτικο τραγούδι που έλεγε ο πατέρας μου, όταν ήταν στα κέφια του…και αναφέρονταν στην σύλληψη του Κατσαντώνη και στον αποχαιρετισμό,  των αγαπημένων του βουνών, των Αγράφων, καθ’ οδόν προς τα Γιάννενα, όπου θανατώθηκε με φρικτό τρόπο από τον Αλή -πασσά. Το τραγούδι έλεγε τα παρακάτω:

          Τούρκοι βαστάτε τα’ άλογα, λίγο να ξαποστάσουν

           Να χαιρετίσω τα βουνά και τις κοντές ραχούλες

           Να στείλω διάτα στα παιδιά και στους Κατσαντωναίους

           Για να ρημάξουν τα’ Άγραφα.  

Τα Άγραφα δεν είναι ορατά απ’ το χωριό μου, όλο το χρόνο, παρά μόνο όταν έχει μεγάλη διαύγεια, αλλά ήταν τα πρώτα βουνά που μας έδειξε ο δάσκαλός μας, σε μια ημερήσια εκδρομή στο βουνό «Καρά-τεπές», μιας ώρας δρόμο απ’ το χωριό, απ’ όπου είδαμε για πρώτη φορά την θεσσαλική πεδιάδα από ψηλά, τον Πηνειό να λάμπει, με τα κλωθογυρίσματά του και τα Άγραφα να δεσπόζουν στα νότια…Εικόνες μαγικές, εικόνες μοναδικές και ανεξίτηλες για ένα παιδί που γνωρίζει σιγά-σιγά τον κόσμο γύρω του….

Στα Άγραφα βρεθήκαμε αυτό το 3μερο του Ιουνίου με τη Φυλή, για ανάβαση στο Ντελιδίμι και διάσχιση του Ασπρορέματος, μέχρι τα Επινιανά.

Ήμασταν 16 άτομα, 12 άνδρες και μόλις…4 γυναίκες, πράγμα σπάνιο….συνήθως υπερέχουν οι γυναίκες στις εκδρομές και αρχηγός μας ο Κωστής ο Πετρόπουλος.

Αργά το βράδυ της Παρασκευής, κατά τις 11 η ώρα, φθάσαμε στο Λεοντίτο, όπου καταλύσαμε στην ταβέρνα του παπά- Κανάτα.

 Η ταβέρνα βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, στο μέσον της οποίας υπάρχει τεράστιος πλάτανος που την σκιάζει σχεδόν ολόκληρη καθώς και βρύσες με άφθονα νερά που τρέχουν κελαρυστά. Εδώ στήσαμε τις σκηνές μας…

Ο παπά-Κανάτας μας έψησε σουβλάκια, η παπαδιά ετοίμασε γρήγορα σαλάτες και πατάτες και μας στρώσανε τραπέζι τρικούβερτο….όπου κυριαρχούσε το τοπικό τσίπουρο με γλυκάνισο, που το είχε μεγάλη αδυναμία…. Ο παπάς.

 Εκτός απ’ αυτήν την αδυναμία… ο παπα-Κανάτας είχε και την ιδιορυθμία…να φοράει το ράσο μόνο στην εκκλησία, όχι τις άλλες ώρες, ως είθισται….Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω ότι έχει εδώ ένα δίκιο ο καημένος….Να ψήνεις σουβλάκια και να σερβίρεις νομίζω ότι δεν συνάδει….με το ιερατικό  σχήμα, πέρα απ’ το ότι είναι επικίνδυνο να αρπάξει φωτιά το ράσο κατά το ψήσιμο….και να τρέχει ο παπάς και να μην φτάνει….

Ο παπα-Κανάτας, ήταν ήδη «φτιαγμένος» όταν φτάσαμε, τα είχε κοπανίσει τα τσίπρα του και μας καλωσόρισε ευδιάθετος με την βροντερή φωνή του, λέγοντας στην τοπική διάλεκτο «Καλώς ήρθαταν, καλώς ήρθαταν στο χωριό μας». Ανταπαντήσαμε και εμείς στο ίδιο ιδίωμα «Καλώς σας βρήκαμαν, καλώς σας βρήκαμαν» και το στήσαμε στο φαγοπότι.

 Ο παπάς είναι καλοφτιαγμένος άνδρας, καμιά  εξηνταριά χρονών περίπου, με ανοιχτόχρωμα γυαλιστερά μάτια, γι’ αυτό ο αδερφός του τον έλεγε «γυαλίτσι», όπως μας εξομολογήθηκε και με βροντερή φωνή. Το πιοτό όμως τον έχει καταβάλει και φαίνεται πολύ μεγαλύτερος….

Δεν είχαμε αποφάει, όταν ο παπάς έπιασε το τραγούδι….τραγουδούσε τραγούδια του τόπου του και τον σιγοντάριζε και το Λενάκι του Κωστή, που σαν ρουμελιώτισσα, έπιασε τα ρουμελιώτικα….Σε λίγο στήσαμε και το χορό….έτσι στο τραγουδιστικό, χωρίς κασετόφωνα και κλαπα τσίγκανα…Τραγουδούσε ο παπάς- Κανάτας και το Λενάκι και γώ χορέψαμε τον «Αμάραντο», την «Παπαλάμπραινα» και την «Ιτιά».

Κάποια στιγμή του ζήτησα να πιάσει το τραγούδι «Τα’ Ανδρούτσου η μάννα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει» αλλά δεν το ήξερε, οπότε μου λέει: «Για αρχίνατο για να δούμε σε πιο ήχο πρέπει να το πιάσουμε…», αφού σαν παπάς ήξερε τους ήχους απ’ έξω και ανακατωτά…Τότε άρχισα να τραγουδώ τον πρώτο στίχο, οπότε κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ο πλάγιος… του τετάρτου, του είπα και τα λόγια και το εκτέλεσε….κανονικά. Είχε και χιούμορ ο παπα-Κανάτας….

Δίπλα στην ταβέρνα είχαμε στήσει την σκηνή όπου κοιμηθήκαμε οι τρεις «χάριτες», Η Πόπη, η Χρυσούλα και γω. Κατά τις πρωινές ώρες  έπιασε μια δυνατή βροχή με αστραπόβροντα που μας ξύπνησε παράωρα. Το μετεωρολογικό δελτίο έδινε βροχές για όλο το Σαββατοκύριακο και ήταν αναμενόμενο…απλά…ήλθαν λίγο νωρίτερα….

Το πρωί, μαζέψαμε τις σκηνές, πήραμε πρωινό στην ταβέρνα και αφού αποχαιρετήσαμε τον παπά και την παπαδιά, οι δεκατρείς πήραν το μονοπάτι για τοΝτελιδίμι, ενώ οι τρεις κυράδες, το Λενάκι, η Χρυσούλα και γω, μπήκαμε στο αγροτικό, όπου είχαμε φορτώσει τα σακίδια μας, το οποίο μας έβγαλε σε μια στάνη.

Σε δύο ώρες περίπου έφτασαν στην στάνη και οι ορειβάτες και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει….Εδώ στην τσίγκινη… στάνη ξεκουραστήκανε οι κουρασμένοι… η Πόπη έφτιαξε καφέ που μοιράστηκε στα τέσσερα….και τονωθήκαμε για να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το διάσελο που ενώνει τις κορφές Ντελιδίμι και Σαλαγιάννη. Η πορεία ως εκεί κράτησε μιάμιση ώρα περίπου.

Στο διάσελο, άλλη μια στάση αναψυχής και αφού είδαμε ότι η βροχή είχε σταματήσει και ο καιρός είχε καλυτερέψει, αποφασίσαμε να ανεβούμε και στην κορυφή. Το Λενάκι και η Χρυσούλα έμειναν στο διάσελο ενώ οι υπόλοιπη ομάδα επήγαμε κορυφή. Η πορεία αυτή, πήγαινε- έλα κράτησε περίπου μια ώρα. Η θέα από εκεί τριγύρω ήταν φανταστική….ένα θέατρο κορυφών και ανάμεσά τους βαθιές χαράδρες….

Από το Ντελιδίμι και την παρακείμενη κορφή Σαλαγιάννη, ξεκινάει το Ασπρόρεμα, το οποίο θα διασχίζαμε μέχρι το χωριό Επινιανά, όπου θα ερχόταν την άλλη μέρα το λεωφορείο, για να μας μαζέψει. Από το διάσελο φαινόταν στο βάθος και τα Επινιανά, όπου θα καταλήγαμε την άλλη μέρα.

Τι όμορφα βουνά που είναι τα Άγραφα!…χωματοβούνια, ελατοσκέπαστα στα χαμηλά, με χλοερά λιβάδια στα ψηλά και πολλά νερά να τρέχουν παντού… Ευλογημένος τόπος….

Από το διάσελο άρχισε η πεντάωρη πορεία της κατάβασης στο βάθος της κοιλάδας , την οποία διασχίζει το Ασπρόρεμα, στην συμβολή του με ένα παραπόταμο και στη θέση όπου υπήρχαν οι στάνες των Ζαρκαδούλα, Ζιώγα και Αποστόλου.

Το μονοπάτι ήταν ορατό μέχρις ενός σημείου, στα χαμηλότερα όμως και ιδιαίτερα στο δασωμένο είχε χαθεί και εδώ μας βοήθησε το G.P.S.

Κατάκοποι φτάσαμε  στο ποτάμι, όπου και κατασκηνώσαμε  στην συμβολή του με παραπόταμο. Ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά και καθίσαμε όλοι τριγύρω. Βγάλαμε τα βρεγμένα μας ρούχα και μπότες και τα στεγνώσαμε και δειπνήσαμε με ότι είχε απομείνει στα σακίδιά μας…Η Πόπη έφτιαξε τραχανά γλυκό με νερό απ’ το ποτάμι….και το Λενάκι μοίρασε τα εκλεκτά ντολμαδάκια της σε όλους…Εγώ που έτυχε να κάθομαι δίπλα της, πήρα τη μερίδα του λέοντος….Γειά στα χέρια σας κορίτσια… να είσαστε πάντα καλά….

Ήταν μια απ’ τις ωραιότερες βραδιές που έζησα στα βουνά….Το μέρος ήταν φανταστικό….Κοιλάδα, με πλούσια βλάστηση και δύο ποτάμια να γίνονται ένα….

Μόλις είχαμε κατασκηνώσει, όταν ένα αγροτικό έκανε την εμφάνισή του απ’ το πουθενά….Ήταν το αγροτικό του Ζαρκαδούλα, του βοσκού που μόλις αυτήν τη μέρα είχε ανεβάσει το κοπάδι του απ’ το Αγγελόκαστρο Αγρινίου. Πιάσαμε την κουβέντα και μας κάλεσε στο μαντρί του για κατσικίσιο γάλα την επόμενη μέρα…

Και πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί, κατά τις οκτώ η ώρα ήμασταν στην στάνη του Ζαρκαδούλα, όπου υπήρχε άφθονο πόσιμο νερό και γεμίσαμε τα παγούρια μας.

Εδώ συναντήσαμε και την κ. Μαρία, η οποία επανέλαβε την πρόσκληση για κατσικίσιο γάλα, αλλά ατυχήσαμε, αφού οι άνθρωποι δεν είχαν αρμέξει ακόμα…Ήταν φρεσκοφερμένοι…και δεν είχαν βρει ακόμα τους ορεσιβίους ρυθμούς τους…

Η κ. Μαρία, μια γλυκύτατη κοντούλα γυναίκα, με γαλανά ματάκια, μας κατατόπισε σχετικά με το μονοπάτι για το χωριό, καθώς και για τα γειτονικά κονάκια (μαντριά) και τους τσελιγκάδες, που έζησαν σ’ αυτά. Μάλιστα στην ερώτησή μας, πόση ώρα είναι μέχρι το χωριό, απάντησε ότι εκείνη στα νιάτα της, το έκανε δύο ώρες….και συμπλήρωσε…με κάποια υπερηφάνεια…«Τώρα πια δεν πάει κανένας απ’ το μονοπάτι…έχουμε όλοι αμάξια..».

Μόνο οι τρελοί ορειβάτες περπατάμε ακόμα… Εμείς βέβαια το κάναμε 6 ώρες, αλλά εμείς δεν βιαζόμασταν…είχαμε όλη τη μέρα μπροστά μας…και δεν βρίσκαμε εύκολα και το μονοπάτι, λόγω του ότι δεν περπατιέται πια….

Σήμερα οι τσελιγκάδες δεν είναι όπως παλιά…Τότε που ανεβοκατέβαιναν απ’ τα βουνά στα χειμαδιά και τούμπαλιν, ποδαράτα, με τα ζωντανά τους, τις φαμελιές τους, παιδιά, παππούδες και όλο το νοικοκυριό μαζί….Τότε που κτίζανε πέτρινες καλαίσθητες στάνες και όχι τσίγκινες…που βγάζουν μάτι από χιλιόμετρα και προσβάλλουν βάναυσα…το φυσικό περιβάλλον. Τότε που δεν φορτώνανε τα ζωντανά τους στα φορτηγά, σαν σαρδέλες… για να τα φέρουν στα βουνά, αλλά τα φέρνανε σιγά-σιγά περπατώντας και βόσκοντας…

Σήμερα όλα έχουν ευτελιστεί….ακόμα και οι στάνες….Πάνε οι παλιές καλές εποχές, που είχαν μεν πολλές δυσκολίες, αλλά είχαν και μια απλότητα, μια ομορφιά και μια μαγεία!…

Η κοιλάδα που διατρέχει το Ασπρόρεμα και το εντυπωσιακό φαράγγι ως τα Επινιανά, είναι κατά τη γνώμη μου το ομορφότερο απ’ όσα έχω δει και περπατήσει, ως σήμερα…Θα ήθελα να σας το περιγράψω με λόγια, για να μπορέσετε να φανταστείτε έστω ένα μέρος της ομορφιάς αυτού του τόπου, αλλά η ομορφιά… το κάλλος για τους αρχαίους, δεν περιγράφεται, βιώνεται μόνο…καθώς δεν υπάρχουν λόγια για να περιγραφεί κάτι το θεϊκό, το υπερκόσμιο…

Περπατήσαμε περίπου για δύο ώρες από το μαντρί του Ζαρκαδούλα, το οποίο βρίσκονταν σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, όπως σχεδόν όλες οι στάνες, σε ένα από τα πλέον ευωδιαστά μονοπάτια που έχω περπατήσει ποτέ, όπου περίσσευαν η θρούμπη ,ο αγριοδυόσμος, οι αγριοφράουλες, τα αγριολούλουδα, οι βελανιδιές, οξιές και τα έλατα, έως ότου φτάσαμε στο γεφύρι.

Το σύγχρονο γεφύρι είναι τσιμεντένιο και κακοφτιαγμένο και αντικατέστησε το πετρόχτιστο γεφύρι που προφανώς κατέρευσε κάποια στιγμή…

 Εδώ όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα….γιατί το μονοπάτι στην απέναντι όχθη είχε καταρρεύσει σε ένα σημείο και η γέφυρα ήταν δώρο άδωρο….

Έτσι λοιπόν επήγαμε πιο κάτω, σ’ ένα σημείο πιο βολικό, βγάλαμε τα παπούτσια μας και περάσαμε απέναντι απ’ όπου πιάσαμε το ωραιότατο και καλοδιατηρημένο μονοπάτι που υπάρχει στη δεξιά όχθη του φαραγγιού.

Το μονοπάτι αυτό είναι κτιστό σε πολλά απόκρημνα σημεία, είναι στενό, αλλά είναι τόσο δασωμένη η περιοχή, που περπατούσαμε σχεδόν όλη την ώρα υπό σκιά. Από παντού δε τρέχανε νερά…Μάλιστα σ’ ένα σημείο είχανε σκάψει τον απόκρημνο βράχο για να το φτιάξουνε και σε άλλα σημεία το ύψος του από το ποτάμι θα ήταν 100μ. ίσως και περισσότερο γκρεμός….Σε όλα δε τα «ακρωτήρια», στα σημεία δηλαδή που άλλαζε κατεύθυνση το μονοπάτι, ανάλογα με την μορφολογία του εδάφους, υπήρχαν πέτρινα καλαίσθητα προσκυνητάρια, για προστασία των περαστικών….

Κατά το μεσημέρι βγήκαμε στα Επινιανά και πριν μπούμε στο χωριό, ήρθανε δύο αγροτικά, το οποία μας μετέφεραν σ’ ένα άλλο χωριό, το Κρέντη, για φαγητό.

 Ο οδηγός μας, κάτοικος Επινιανών και Αγρινίου, καθ’ οδόν μας ξεναγούσε στον τόπο του…μας έδειξε την Φτέρη, την Λιάκουρα (κορυφές των δυτικών Αγράφων) και ένα φαράγγι, το λεγόμενο της Τρούπας, που είπε ότι ήταν το ομορφότερο της περιοχής…δηλαδή έχει και άλλο φαράγγι ωραιότερο απ’ αυτό που είδαμε?….δεν το πιστεύω…

Στο Κρέντη δεν φάγαμε βέβαια την ψητή προβατίνα …που είχε παραγγείλει η Πόπη και που έκανε φασαρία…για την ασυνέπεια του ταβερνιάρη, αλλά σουβλιστό αρνί….που δεν μας χάλασε.. σίγουρα….

Και μετά τι απόμεινε? Επιστροφή στην Αθήνα …

Αυτά!….και εις άλλα με υγεία….Αμήν.   

Αφήστε μια απάντηση