Ανάβαση στο Island peak: κατακτώντας τα δικά μας βουνά
Ανάβαση στο Island peak: κατακτώντας τα δικά μας βουνά
Καθώς προσεγγίζαμε τη Luklaμε το αεροπλανάκι με την τρίτη μας προσπάθεια ήμασταν σίγουροι πια ότι θα ήταν και η τελευταία. Δεν μας τρόμαζε ο μικρός αεροδιάδρομος της προσγείωσης που οδηγούσε σε τοίχο. Ούτε η έλλειψη ορατότητας. Το θέμα μας? Είχαμε χάσει 3 μέρες απο τον εγκλιματισμό και έπρεπε να ξεκινήσει η ανάβαση στο βουνό. Το γενικό μας πλάνο: να ανεβούμε στο Everestbasecampγια εγκλιματισμό, λίγες μέρες πιο κάτω για ξεκούραση, και μετά για Islandpeak. Toσυγκεκριμένο: βλέποντας και κάνοντας.
1η-2η μέρα: Lukla(2840)-Bengar(2750)-Namche(3440)
Η πρώτη μέρα ξεκίνησε με μεγάλη ανυπομονησία αλλά και με μια κατηφόρα (αντί ανηφόρα) στις 8 το πρωί. Εύκολα πράγματα. O καλοκαιρινός περίπατος μέχρι το Phakdignγια το μεσημεριανό γεύμα (γιάκ για την ακρίβεια) συνοδεύτηκε με πολλές φωτογραφίες, μας πέρασε μέσα στο SagarmathaNationalPark και τελείωσε στο μικρό χωριό Bengarλίγο μετά τις 2. Είχαμε άφθονο χρόνο για ξεκούραση, βόλτες και γνωριμίες με τα παιδάκια του χωριού. Το βράδυ επιλέξαμε Chaomain–ήταν πιο κοντά στις δυτικές γεύσεις μας – και ο Γιώργος σαν … παραδοσιακός δοκίμασε πίτσα και σαν παρορμητικός το τοπικό αλκοολούχο ποτό από φυσικούς καρπούς. Βραδυνός ύπνος και πρωινό ξύπνημα νωρίς. Η δεύτερη μέρα πιο δύσκολη για τους περισσότερους. Ενοχλημένα στομάχια, απότομη ανηφόρα, άφθονη σκόνη και πολλά σκαλιά. Μετά από ένα 4ωρο –ήταν 11:00 δεν ήταν – φτάσαμε στο Namche, την πρωτεύουσα των Sherpa, όπου μας περίμενε τσάι με πιπερόριζα (πάντα πιπερόριζα!), μακαρόνια, μεσημεριανός υπνάκος, ξεκούραση και wi-fi! (αν έλεγα βέβαια ότι με ενθουσιάζει το facebookκαι το skypeόταν είμαι στο βουνό, θα έλεγα ψέματα). Το απόγευμα η βόλτα στα πολυσύχναστα σοκάκια με μαγαζιά και αναμνηστικά ίσως και να βοήθησε λιγάκι στην ανάρρωση μας. Ο Γιώργος όμως ήταν χειρότερα παλεύοντας τη δηλητηρίαση από το τροπικό ποτό με καρβουνάκια. Λίγο ανορθόδοξα είχαμε ξεκινήσει την αποστολή μας!
3η-4η μέρα: Namche(3440)-Khumjung(3800)-Pangboche(4100)
Hανηφόρα πάνω από το Namcheστον ομώνυμο λόφο και δίπλα από το ελικοδρόμιο τελικά βγήκε πιο εύκολα από ότι περιμέναμε και μας χάρισε μια πανέμορφη θέα απο ψηλά. Σε ένα δίωρο απολαμβάναμε το πολυαγαπημένο μας gingertea στο μπαλκόνι του EverestViewhotelγια την ομώνυμη θέα, και τη στάση εγκλιματισμού μας στα 3.900. Ημασταν όλοι καλύτερα σωματικά και ψυχικά. Στο Khumjung φτάσαμε σε λιγότερο από μισή ώρα και αποτέλεσε απο τις ωραιότερες εμπειρίες μας στην αποστολή αυτή. Το χωριό ήταν φωλιασμένο στο κάτω μέρος της Πράσινης Κοιλάδας και αποτελούνταν από διάσπαρτα σπίτια με αποκλειστικά πράσινες στέγες (επιβολή του Νεπαλέζικου νόμου) και πληθυσμό μεγαλύτερο του πολυσύχναστου Namche. Το απόγευμα επισκεφτήκαμε το πρώτο σχολείο που ίδρυσε ο Χίλαρι και το μοναστήρι KhumjungGrompa. Θέλοντας και μη την επομένη αποχαιρετίσαμε αυτό το πανέμορφο και γαλήνιο μέρος για μια απότομη κατάβαση στο ποτάμι και μια εξίσου απότομη ανάβαση στο γνωστό μοναστήρι Thyangboche, όπου και έγινε η στάση κατά τις 12 για το μεσημεριανό γεύμα. Από εκεί θαυμάσαμε τη θέα των απέναντι γιγάντων, Kwangde, Nuptse, Lhotse, Kangtega, AmaDablamκαι Everest. Ενημερωθήκαμε ότι στο μέρος αυτό δεν υπήρχε τίποτα τον 16ο αιώνα και ότι οι μοναχοί αναγκάζονταν να ανεβαίνουν με τα πόδια για να προσευχηθούνε και ότι τώρα αποτελεί τον παραδοσιακό ιερό χώρο από όπου παίρνουνε οι ορειβατικές αποστολές ιερές ευχές απο τους μοναχούς. Στο εσωτερικό παρακολουθήσαμε κιεμείς μέρος της λειτουργίας και πήραμε ευχές για τη δική μας αποστολή. Σε μία ώρα από το μοναστήρι απείχε ο προορισμός της μέρας. Η σκόνη, τα σκαλιά, ο κόσμος άρχισαν να μας γίνονται γνωστά. Στο Pangoche, το πιο ψηλό μόνιμα κατοικημένο χωριό στο Khumbu,φτάσαμε κατά τις 5 το απόγευμα όλοι καλά. Όσο ανεβαίναμε, γινόμασταν καλύτερα.
5η– 6η μέρα: Pangboche (3985)-Dingboche (4530)-Lobuche (4930)
Toυψόμετρο άρχισε να γίνεται αισθητό και ο ρυθμός ήδη να πέφτει συνειδητά και μη. Την επιπλέον μέρα μας στο Dingbocheγια εγκλιματισμό την είχαμε χάσει λόγω αποκλεισμού στη Khatmandu. Έτσι αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με αργό ρυθμό και … βλέποντας και κάνοντας. Φτάνοντας στο Dingbocheη θέα του AmaDablam, ακριβώς απέναντι μας έκοβε την ανάσα και τα χιλιόμετρα των πέτρινων τοίχων δεξιά και αριστερά οδηγούσαν το βλέμμα μας προς ατελείωτα καλοστρωμένα μονοπάτια. Ολα καλά. Πλύναμε και μερικά ρούχα. Μετά άρχισαν τα προβληματάκια. Η όρεξη άρχισε να κόβεται σε μερικούς, «μμμ τα μακαρόνια δεν είναι πολύ καλά αυτή τη φορά». Οι ενδείξεις του οξύμετρου είχαν αρχίσει σιγά σιγά να αλλάζουν και στους τρεις. Οι σφιγμοί του Γιώργου ψηλοί. Και μαζί με το υψόμετρο αισθητή ήταν και η αλλαγή θερμοκρασίας – κυρίως εντός των δωματίων μας. Η ιγμορίτιδα μου το βράδυ αντιμετωπίστηκε με εισπνοές από τα τοπικά Αγιουβέρδικα αιθέρια έλαια που έκαναν το θαύμα τους. Την επομένη μέρα όμως ο πονοκέφαλος του υψομέτρου ήθελε άλλη στρατηγική. Έτσι προχωρήσαμε προς το Lobucheακόμα πιο αργά. Αισθανόμασταν ακόμα πιο κουρασμένοι και ανυπομονούσαμε να φτάσουμε για να ξεκουραστούμε. Αυτό έγινε αλλά δυστυχώς ησυχία δεν βρίκαμε. Ο θόρυβος απο τις κατασκευαστικές εργασίες στο πάνω όροφο όπου μέναμε ήταν εκκωφαντικός και ο πονοκέφαλος γινόταν χειρότερος! Ετσι εγώ παρέλειψα το βραδυνό αλλά και οι άλλοι δεν έφαγαν και πολύ. Παρόλα αυτά ο βαρδυνός ύπνος ήταν λυτρωτικός και το πρωί ξυπνήσαμε έτοιμοι να συνεχίσουμε.
7η-8η μέρα: Lobuche (4910)-Gorashep (5160)- Dingboche (4410)
Οι δύο αυτές οι μέρες ήταν και οι κρίσιμες του εγκλιματισμού μας. Επρεπε να τα πάμε καλά εδώ άν θέλαμε να έχουμε μια ευκαιρία για την κορυφή. Την προβλεπόμενη δίωρη πορεία της πρώτης την κάναμε στο διπλάσιο χρόνο με τον αργό ρυθμό μας. Εγώ λόγο πονοκεφάλου έπεσα κατευθείαν για ξεκούραση το μεσημέρι. Το απόγευμα εάν ήμασταν καλά θα πηγαίναμε μέχρι το Εverestbasecamp(5367) και πίσω. Ετσι ο Γιάννης και ο Γιώργος ξεκίνησαν χωρίς εμένα και εγώ στο έμεινα στο κρεββάτι ελπίζοντας. Το βράδυ όμως ο πονοκέφαλος χειροτέρεψε και το επόμενο πρωί ζαλιζόμουν και αισθανόμουν έντονα αδιάθετη. Σε τέτοιες συνθήκες η λογική λέει κατέβασμα σε χαμηλότερο υψόμετρο. Για καλή μου τύχη όμως αυτό περιλάμβανε και το πρόγραμμα της επόμενης ύστερα από μια σύντομη ανάβαση στο KalaPattar (5545). Έξω από το lodge, η επαφή με τον εξωτερικό κρύο αέρα με αναζωογόνησε και έτσι αποφασίσαμε να ξεκινήσαμε όλοι μαζί για τα 5545. Παρόλη τη δυσκολία στην αναπνοή ανεβαίνοντας αργά αλλά σταθερά σε 2 ώρες φτάσαμε στην κορυφή: πολύς κόσμος και πολλές σημαίες στριμωγμένοι στο μικρό κεκλιμένο βράχο της κορυφής, φωτογραφίες, συγχαρητήρια και μια απέραντη θέα στους γύρω γίγαντες, το KhumbuIcefal, το Pumori, Lhotse, Nupseκαι αμέτρητους άλλους. Η αποστολή του εγκλιματισμού άν και δύσκολη είχε επιτευχθεί! Η κατάβαση πίσω στο Gorashep και κατόπιν στο Lobuche ήταν πιο γρήγορη και εύκολη από ότι περιμέναμε. Εκείνο το βράδυ φάγαμε όλοι με όρεξη χωρίς αδιαθεσίες. Είχαμε συμπληρώσει 9 ώρες εκείνη τη μέρα και άρχιζε η ξεκούραση μας.
9η-10η μέρα: Dingboche (4410)-Chhukung( 4600)-Island Peak Base Camp (5700)
Έχοντας ήδη εγκλιματιστεί, η μέρα απο Dingboche-Chhukungήταν «ένα διωράκι … χαλαρά”. Επιτέλους θα άρχιζε και η κυρίως πορεία προς τον στόχο μας. Όλα καλά στο χωριό του Chhukung. 2 μόνο μέρες για την κορυφή ακόμη. Έτσι την επομένη ξεκινήσαμε για το basecamp άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο κουρασμένοι. Το BCήταν φωλιασμένο στο τέλος μιας ανοιχτής αμμώδους κοιλάδας πάνω σε πετρώδες έδαφος στους πρόποδες του ορεινού όγκου που οδηγούσε στην κορυφή. Ο αέρας είχε ήδη κρυώσει αλλά εμείς ήμασταν ήδη εγκλιματισμένοι και στο κρύο χάρη της χαμηλής θερμοκρασίας των δωματίων μας. Οι σκηνές στήθηκαν γρήγορα στον αέρα. Το χαλάζι έπεσε απότομα και τελείωσε. Και νωρίς το απογευματάκι (με ζεστά χειμερινά ρούχα) φρεσκάραμε τη χρήση του ζουμάρ, ασφάλιση- απασφάλιση απο σταθερό σκοινί, και ραπέλ. Αδιαθεσία δεν είχαμε αλλά σε κάθε κίνηση λαχανιάζαμε. Ως γνωστόν πέσαμε νωρίς για ύπνο (τί ύπνο δηλ!) με την ελπίδα να κλείσουμε κανένα βλέφαρο πριν το … βραδυνό εγερτήριο. Η μέρα κορυφής επιτέλους είχε φτάσει ύστερα απο 10 μέρες!
11η μέρα: Island Peak BC (5700)-κορυφή (6189)-Chhukung(4600)
Όταν ξεκινήσαμε με φακούς στις 2 το πρωί, δεν έκανε ιδιαίτερο κρύο ακόμα. Οι άλλες ομάδες είχαν ήδη προπορευτεί πιο ψηλά. Σύμφωνα με τα προγνωστικά έπρεπε να ήμαστε το αργότερο στις 9 στη κορυφή γιατί μετά έπιανε ο αέρας. Σύντομα πιάσαμε την απότομη ανηφόρα σε αυτό που φαινόταν μεσα στη νύχτα ως πετρώδες και βραχώδες έδαφος (καλά που δεν το βλέπαμε γιατί θα είχαμε απογοητευτεί) υποβασταζόμενοι πολλές φορές με τα χέρια. Ο καιρός κρύωσε και έπρεπε γρήγορα να φορεθούν πιο ζεστά ρούχα. Η βέστα μου έδιωξε το τρέμουλο απο το κρύο και τα διπλά γάντια τον πόνο απο τα δάχτυλα. Κάθε 200 μέτρα μια μικρή στάση για λίγο ζεστό τσάι και νερό. Οι ανάσες γινόταν όλο και πιο δύσκολες. Ο Γιώργος ανέβαζε ανησυχητικά ψηλούς σφυγμούς. Ακόμα κι όταν ξημέρωσε, ο παγετώνας φαινόταν μακρυά και η κλίση παρέμενε σκληρή. Μπορούσε εύκολα να λιγοψυχίσει κάποιος. Γιατί το κάνουμε ακριβώς αυτό?
Μην έχοντας απαντήσει το παραπάνω ερώτημα, στις 7 το πρωί επιτέλους πατήσαμε στον παγετώνα. Ο Γιώργος κατάχλωμος αποφάσισε να γυρίσει πίσω με τον οδηγό και σκέφτηκα … «ευτυχώς έμεινε λίγο μυαλό σε κάποιον!» «τώρα? Πίσω? λες? μπα! ..». Διώχτηκαν με επιμονή οι κακές οι σκέψεις, βάλαμε τα κραμπόν και αμέσως ασφαλιστήκαμε στην πρώτη σκοινιά. Για αρκετή ώρα ανεβαίναμε χιονισμένους όγκους περνώντας διάφορα crevasses απο πάνω και απο μέσα. Ενα ήταν ιδιαίτερα φαρδύ στο άνοιγμα του. Παρακολούθησα το σκοινί. Οδηγούσε μέσα μέχρι ένα παταράκι και μετά έβγαζε στην απέναντι πλευρά. Παραδίπλα μια σπασμένη σκάλα. Η ανάβαση στο χιόνι γινόταν πιο εύκολα αλλά η αναπνοή αισθητά όλο και πιο δύσκολη. Φτάσαμε στον «τοίχο». Είχα ακούσει πολλά για αυτόν. Με την πρώτη ματιά έλεγες είναι απλό χιόνι αλλά με το πρώτο βήμα καταλάβαινες ότι ήταν πάγος σαν τσιμέντο. Ενας παγωμένος κάθετος τοίχος για 200 μέτρα περίπου. Αφήσαμε τα πιολέ και τα σακίδια στη βάση για να κινούμαστε πιο ελαφριά και μπήκαμε στις σκοινιές. Εύκολα μου φάνηκαν απο τεχνικής άποψης αλλά οι ανάσες δύσκολες. Ετσι με έλξεις απο το ζουμάρ με τα χέρια και υποβοηθούμενοι καρφώνοντας τα κραμπόν σε κάποια υποτυπώδη ίχνη απο πατήματα αρχίζαμε να προωθούμαστε πιο ψηλά. Για μία μόνο κίνηση 6 ανάσες! Υπομονή υπομονή. Και αυτή η απίστευτη ζέστη μέσα σε 3 ισοθερμικά, 1 fleece, κι ένα αδιάβροχο! Νόμιζα οτι ήμουν σε φούρνο. Πλησιάζοντας την τελική κόψη φάνηκαν οι άλλες 2 ομάδες που μόλις είχαν αρχίσει την κάθοδο τους. Κυριολεκτικά κρεμμασμένη στο ζουμάρ κοίταξα τους Ρώσους δίπλα μου μπαίνοντας στο ραπέλ να ρίχνουν το οχτάρι τους! «Πώς το κατάφεραν αυτό?», αναρωτήθηκα και δεν ήθελα να ξέρω τί θα κάνουν μετά. Οι Νορβηγοί χαμογελώντας ευχήθηκαν καλή δύναμη. Καλά αυτοί βρίσκονταν στην κατηφόρα! Πιο κάτω ο Γιάννης είχε πάρει στην αγκαλιά του τον παγωμένο βράχο για να βρει τη δική του αναπνοή. Χαμογέλασα. Πάμε πάμε μπορούμε! Στην κόψη ελάχιστα μέτρα απο την κορυφή δεν ήταν πιο εύκολα απο πλευράς αντοχής. Μία απόσταση 5 μέτρων μπορεί να σου έπαιρνε και μισή ώρα! Ετσι με επιμονή και ψυχή (το σώμα είχε εγκαταλείψει απο πολλού) φτάσαμε και οι δυό στα 6.187. Ηταν 10:30. Η θέα εκπληκτική επεκτείνονταν όπου έφτανε το γυμνό μάτι. To Nupse (7.879), και οι κορυφές του Lhotse (8.501) παραταγμένες σε ημικύκλιο στα βορά, η Makalu (8.475) και το Baruntse (7.127) στην ανατολή και το AmaDablamστο νότο. Δεν ξεχνιούνται αυτά. Συγχαρήκαμε ο ένας τον άλλον και καθισμένοι στο χιόνι απολαύσαμε την στιγμή, τον αέρα, την ατελείωτη θέα των χαμηλότερων κορυφών, και την ικανοποίηση οτι ύστερα από τόσες μέρες τα καταφέραμε! Ηταν η πρώτη μου φορά σε ψηλή κορυφή χωρίς πονοκέφαλο (προφανώς κάτι θα κάναμε σωστά στον εγκλιματισμό) και με τόσο καλό καιρό (να’ ναι καλά ο Γιάννης γι’ αυτό)! Η κατάβαση του τοίχου με ραπέλ ήταν πολύ διασκεδαστική σε σύγκριση με την σκληρή ανάβαση. Πήραμε τον υπόλοιπο εξοπλισμο που είχαμε αφήσει στη βάση και φύγαμε για κάτω. Ημασταν ακόμη ψηλά και είχαμε αργήσει σύμφωνα με τα προγνωστικά του καιρού. Στη κάθοδο ακολουθήσαμε ακριβώς την ίδια πορεία. Στο τέλος του παγετώνα κατα τις 1 έκλεισε ο καιρός, άρχισε ο αέρας, και η κούραση έγινε πιο αισθητή. Κατεβαίνοντας όμως στο φώς της ημέρας μπορούσαμε να απολαύσουμε το τοπίο της ανάβασης: ένας απέραντος χαοτικός λαβύρινθος απο βράχινους όγκους δεξιά, αριστερά, μπροστά και πίσω μας. Στις 3 φτάσαμε στο BC, ψευτο-ξεκουραστήκαμε λιγάκι, και με τις δυνάμεις που … δεν είχαμε, όλοι μαζί φύγαμε για το τελικό Chhukung. Χωρίς πολλές σκέψεις με το Γιώργο αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τον αχθοφόρο μας (ο οποίος πήγαινε πιο γρήγορα από μας) σε εναλλακτικά πιο υπήνεμα μονοπάτια αν και μέσα στην ομίχλη. “Γιώργο ξέρει που πάει αυτός?” φώναξα μέσα από τη κουκούλα μου. “Δεν ξέρω Ιφι» τον άκουσα να λέει συνεχίζοντας να τρέχει απο πίσω του. Tο τοπίο έγινε αναγνωρίσιμο όταν πια μπήκαμε στο χωριό και στο lodgeφτάσαμε περνώντας μέσα από τα στενά περάσματα των πίσω αυλών. Η ερώτηση είχε απαντηθεί. Συμπληρώσαμε 15 ώρες εκείνη τη μέρα και το βράδυ εγώ έφαγα το πρώτο μου γεύμα. Εκεί θα ξεκουραζόταν καλύτερα ο οργανισμός μας.
12η-13η μέρα: Chhukung(4600)-Pangboche(3985)-Namche(3440)-Lukla(2840)
Hπορεία της επιστροφής είχε τις εκπλήξεις της! Ο καιρός έκλεινε σταθερά και εμείς απολαμβάναμε τη διαμονή μας στα ήσυχα και χωρίς κόσμο lodges. Τα κρύα δωμάτια δεν μας πείραζαν πια. Στο Pangbocheκάναμε το πρώτο ζεστό μπάνιο ύστερα από 7 μέρες και ξυπνήσαμε με ένα χιονισμένο τοπίο! Στη θέση της σκόνης υπήρχε μια λεπτή στρώση χιονού. Έτσι φτάσαμε στο πολυπληθές Namche πάλι με τις βόλτες στα σοκάκια και το wi-fi! Ενας ακόμα καλός ύπνος! Ευλογία η ξεκούραση.
Η τελευταία μας μέρα πρέπει να ήταν απο τις πιο κουραστικές. Trafficστις κρεμμαστές γέφυρες με τα αμέτρητα ζώα συμπεριλαμβανομένων των Yak, τα οποία που κουβαλούσαν προμήθειες, τους porters με απίστευτα μεγάλους όγκους και βάρη, αλλά και τους περιπατητές προκαλούσαν επανωτές καθυστερήσεις. Παρόλο το γρήγορο ρυθμό μας, η απόσταση που έπρεπε να καλυφθεί ήταν μεγάλη. Χαθήκαμε οι 3 μας μέσα στη δυνατή βροχή και τον κόσμο. Ετσι γνωρίσαμε εθελοντές γιατρούς που έκαναν ιατρείο και μοιραστήκαμε δυνατές εμπειρίες και εντυπώσεις. Οι τρείς μας βρεθήκαμε να πίνουμε τσάι ξανά μαζί σε ένα teahouseμαζί με τους χαμογελαστούς και φιλικούς αχθοφόρους μας για να προφυλαχτούμε από την μπόρα. Βλέποντας ότι κόπασε λιγάκι (απλά λιγάκι βέβαια) κάναμε τις τελευταίες ώρες της πορείας μας στη βροχή μέχρι τη Lukla. Το 14ήμερο trekking μας στα Ιμαλάια έλαβε τέλος.
Επιστρέψαμε στη χώρα μας και στο αβέβαιο μέλλον της αναπολώντας όλες – μα όλες – τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε ακόμα και τις προκλήσεις του «πετάω-δεν πετάω-δεν ξέρω πότε θα πετάξω» της άφιξης και της αναχώρησης μας από τη Lukla. To βουνό προσφέρει άφθονες ευκαιρίες να βγεις νικητής – υπομένοντας το μακρύ δρόμο της κορυφής με τις σωματικές δυνάμεις που έχεις ή δεν έχεις. Mαθαίνοντας για την αξία και τις συνθήκες της ζωής από τον εθελοντή γιατρό και τον αχθοφόρο που με τρύπια σανδάλια κουβαλάει πόρτες και οικοδομικά υλικά. Αποφασίζοντας να σταματήσεις λίγο πριν την κορυφή –εντέλει ίσως και αυτή σου η απόφαση να σε κρατήσει στη ζωή. Και συνεχίζοντας να παλεύεις για να κατακτήσεις τα δικά σου τα βουνά. To πιο ψηλό? Ο ίδιος μας ο εαυτός. Όπως είπε και ο Γκαζμέτ Καπλάνι (από κείμενο δημοσιευμένο στα ΝΕΑ),
“Πες το και σε άλλους ότι είναι δυνατόν να τα καταφέρουν και αυτοί. Ότι, εάν θέλουν, μπορούν να βρουν το κουράγιο να σκαρφαλώνουν τα δικά τους βουνά. Αντί να κάθονται ολημερίς, κλαίγοντας τη μοίρα τους”
Ιφιγένεια Μαχίλη