ΚΙΜΩΛΟΣ με τον Pierre Levy – ελληνικά
ΜΙΑ ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΒΔΟΜΑΔΑ ΣΕ ΕΝΑ ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΝΗΣΙ ΜΕ ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ή ΠΩΣ ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΙΜΩΛΟ ή LAVIEESTBELLE :
Εφυγα για την Κίμωλο χωρίς να ξέρω τίποτα γι’αυτήν. Μου το ΄χε προτείνει ένας Ελληνας φίλος. Μου είπε ότι θα πάμε σ΄ένα νησί και τα πρωινά θα σκάβουμε στα μονοπάτια. Ημουν εδω και πολλα χρόνια ερωτευμενος με την Ελλάδα, με τη φύση και με την πεζοπορία κι η χειρωνακτική δουλειά δεν με τρομάζει. Η ιδέα λοιπόν μ’άρεσε εξ αρχής. Δεν περίμενα όμως το πολιτισμικό ηλεκτροσόκ. Ούτε ότι θα νιώθω, κάθε μέρα, σαν πρωταγωνιστής ταινίας, μέσα σ΄έναν καταιγισμό από γεγονότα.
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στην Κίμωλο, μπήκαμε σ΄ένα όνειρο – που κράτησε μέχρι την τελευταία μέρα. Οταν αφηνεις την καθημερινότητά σου και βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον χωρίς σημείο αναφοράς, αυτό σε ταρακουνάει. Η διαφορά, το καινούργιο, το άγνωστο με ενθουσιάζουν. Οταν όμως συνδυάζονται με μια συγκινητική ομορφιά, τότε είναι μαγεία!
Το νησί έχει όλα αυτά που μ’αρέσουν: βουνά και λόφους που κατεβαίνουν στη θάλασσα σχηματίζοντας κολπίσκους και επιβλητικούς βράχους, ζεστό και ξηρό κλίμα, τυπική μεσογειακή βλάστηση, ουρανό που δύσκολα βλέπουμε στις μεγάλες πόλεις και ορίζοντα που χάνεται στην καθάρια θάλασσα με όλες τις αποχρώσεις του μπλε. Και βέβαια τους κατοίκους: είχαμε την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε, σε ένα περιβάλλον τόσο διαφορετικό ακόμα από το προβληματικό περιβάλλον των μητροπόλεων.
Η μαγεία όμως δεν ήταν μόνο το μέρος. Η φύση αυτή καθ’εαυτήν είναι εκπληκτική, όταν όμως ανακατεύεται με συναισθήματα, συγκινήσεις και πάρε δώσε με ανθρώπους, τότε το πράγμα παίρνει άλλη διάσταση!
Από την πρώτη στιγμή, στο όμορφο σχολείο που θα μας φιλοξενούσε επικρατούσε ένας πανζουρλισμός και μια μεταδοτική χαρά ανακατεμένη με καλή διάθεση. Μερικοί γνωριζοντουσαν από παλιά και ξαναβρίσκονταν, άλλοι ανακάλυπταν καινούργιους φίλους. Κάθε τόσο είχα και μια έκπληξη: γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους και μοιράστηκα μαζί τους μοναδικές στιγμές και πολύ γέλιο. Αχ αυτό το γέλιο, απαραίτητος σύντροφος του ανθρώπου. Νομίζω όλοι νιώσαμε έντονες συγκινήσεις με απρόσμενες συναντήσεις ενώ δουλεύαμε σ’ένα μονοπάτι χαμένο στο βουνό. Γιατί δεν ήμασταν τουρίστες που έρχονταν να ξεροψηθούν στον ήλιο. Κάναμε μια, όχι πάντα εύκολη, δουλειά, κάτω από το λιοπύρι μέχρι τις 12.30. Ανθρωποι όλων των ηλικιών έρχονταν να βοηθήσουν να καθαρίσουμε τα συχνα αδιαπέραστα μονοπάτια. Κι εκεί ήταν η μαγεία. Η ομάδα του ΕΠΟΣ Φυλής, οι διοργανωτές, εθελοντές κι αυτοί, χάρη στην τεχνογνωσία τους, την ενεργητικότητά τους και το συλλογικό τους πνεύμα κατάφεραν να μας εμφυσήσουν ομαδικότητα. Κατάφεραν να μας κάνουν να ξυπνάμε με το χαμόγελο τα χαράματα – κάτι όχι και τόσο απλό: μού θύμιζε λίγο το στρατό – να μαζευόμαστε όλοι στις 7.30 μπροστά από ένα φορτηγό και να στοιβαζόμαστε όρθιοι με χαχανητά στην καρότσα του για ένα εικοσάλεπτο ταξίδι μέσα από κακοτράχαλους δρομους – σαν βόδια που τα πάνε για σφάξιμο. Και μετά, όταν φτάναμε στους λόφους άρχιζε με κέφι το «τσάπινγκ». Τα χέρια που ήταν πιο συνηθισμένα στα πληκτρολόγια παρα στην τσάπα βγάζανε φουσκάλες, φοράγαμε βέβαια γάντια… Ανακαλύπταμε τοπία που οι ωραίοι τουρίστες κι οι ωραίες τουρίστριες που κάνανε σολάριουμ στις πλαζ δεν θα βλέπανε ποτέ.
Τη δεύτερη μέρα η τύχη μού χαμογέλασε: τα παπούτσια πεζοπορίας μου εγκατέλειψαν τα εγκόσμια: η σόλα μου ξεκόλλησε και αποχωρίστηκε το αριστερό παπούτσι μετά από είκοσι συναπτά έτη αρμονικής συμβίωσης.
Τα ταξίδια που προτείνει ο ΕΠΟΣ Φυλής είναι φανταστικά: ανακαλύπτεις την παραμικρή γωνιά ενός τόπου, πρσφέρεις εθελοντική εργασία στους ντόπιους, δεν ξεχνάς το πώς να μοιράζεσαι πράγματα, τη συλλογικότητα, την κοινή προσπάθεια: μόνο έτσι καταπολεμάς τον ατομισμό και την τυφλή κατανάλωση των σύγχρονων κοινωνιών και των «φυσιολογικών» διακοπών.
E a e i e u e u a c